Η έννοια της σύμβασης παραμένει ίδια όπως ορίζεται στον Αστικό Κώδικα από το 1889: «μια σύμβαση υφίσταται από τη στιγμή που ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων συμφωνούν να υποχρεώσουν ο ένας τον άλλο να δώσουν κάτι ή να παρέχουν μια υπηρεσία». Σε μια σύμβαση μπορεί να καθοριστεί η αντικειμενική, νομική κατάσταση που απορρέει από τη σύμβαση και η οποία εγκαθιδρύει δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, χωρίς παραλλαγές λόγω περιβάλλοντος (αγορά, επιχειρήσεις, κ.α.). (Ministerio de Gracia y Justicia)
1.1. Στοιχεία Σύμβασης
Τα στοιχεία μιας σύμβασης χωρίζονται σε θεμελιώδη, φυσικά ή περιστασιακά.
Φυσικά στοιχεία
Τα στοιχεία αυτά προβλέπονται για κάθε σύμβαση και αποτελούν μέρος της, εκτός εάν τα μέρη αποφασίσουν να τα διαγράψουν.
Περιστασιακά στοιχεία
Τα περιστασιακά στοιχεία είναι αυτά που εισάγονται στη σύμβαση από τα μέρη, με βάση την αρχή της πρόθεσης για σύναψη σύμβασης.
Θεμελιώδη στοιχεία
Τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να υφίσταται η σύμβαση. Περιλαμβάνονται στο άρθρο 1.261 του Αστικού Κώδικα: προσφορά και αποδοχή, συγκεκριμένο αντικείμενο της σύμβασης, και υποχρέωση εγκαθίδρυσης αιτίας. (Rodríguez 2016)
1.2. Προσφορά και Αποδοχή
Σύμφωνα με το άρθρο 1262.1 του Αστικού Κώδικα, «η αποδοχή εκφράζεται από τη συγκυρία της προσφοράς και της αποδοχής σχετικά με το αντικείμενο και την αιτία, που οφείλει να απαρτίζει τη σύμβαση». Η προσφορά και η αποδοχή είναι ταυτόχρονες εκφράσεις ελεύθερης βούλησης. Συχνά περιλαμβάνονται σε ένα ενιαίο έγγραφο που υπογράφεται και από τα δύο μέρη ταυτόχρονα. Ωστόσο, μπορεί να προκύψει να εκδοθούν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, ακόμα και αν αυτό δεν αναφέρεται στα έγγραφα.
Θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι η μορφή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση της σύμβασης, οπότε η προσφορά και η αποδοχή μπορούν να έχουν οποιαδήποτε μορφή. (Derecho en la Red)
1.3. Πρόθεση για Σύναψη Σύμβασης
Αυτό είναι το θεμέλιο της γενικής θεωρίας του Δικαίου. Υπονοεί την αναγνώριση μιας εξουσίας που ρυθμίζει τους στόχους και τα συμφέροντα που επιθυμούν όλα τα μέρη. Είναι, επίσης, και η βάση των συμβάσεων, που σημαίνει ότι το άτομο έχει την ελευθερία να αποφασίσει εάν θα συμβληθεί ή όχι, τα μέρη έχουν απόλυτη ελευθερία επιλογής αναφορικά με τον τύπο της σύμβασης, τα μέρη μπορούν ελεύθερα να συνάψουν άτυπες συμβάσεις και, τέλος, τα μέρη έχουν την ικανότητα να τροποποιήσουν τα περιεχόμενα των τυπικών συμβάσεων. Ωστόσο, η συμβατική ελευθερία έχει μια σειρά από περιορισμούς που ορίζονται από τον Αστικό Κώδικα. (Iberley)
1.4. Ικανότητα προς Σύναψη Σύμβασης και Ανήλικοι
Οι παρακάτω ομάδες δεν μπορούν να συναινέσουν στη σύναψη σύμβασης (Sanahuja Miranda Asociados):
Ανήλικοι μη χειραφετημένοι (εκτός από συμβάσεις που βάσει νόμου επιτρέπεται να συνάψουν μόνοι τους ή με τη συμπαράσταση των εκπροσώπων τους, και συμβάσεις που σχετίζονται με αγαθά και υπηρεσίες τυπικά για την ηλικία τους και τις κοινωνικές χρήσεις).
Άτομα με νομικά περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, κατά τους νομικά συμφωνηθέντες όρους.
Σε περίπτωση χειραφετημένων ανηλίκων, η σύναψη μπορεί να συμβεί υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Ανήλικος 16 ετών και άνω
Συναίνεση των κηδεμόνων
Νομική παραχώρηση
1.5. Εταιρείες ή Νομικά Πρόσωπα
Τα νομικά πρόσωπα, καθώς έχουν δική τους νομική προσωπικότητα (η οποία εξαρτάται από τις προσωπικότητες των μελών τους), έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα για τη σύναψη συμβάσεων.
1.6. Πρόσωπα με Διανοητική Αστάθεια
Μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις εφόσον έχουν νομική σύμπραξη όπου απαιτείται. Θα πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα:
Επιτροπεία: εξουσία που δίνεται από τον νόμο σε έναν ενήλικο ώστε να μεριμνά για ένα άτομο και την περιουσία αυτού όταν δεν δύναται να το πράξει από μόνο του.
«Curatela»: νομική συνθήκη υπό την οποία το άτομο που κατονομάζεται να συντρέχει το άτομο με διανοητική ανικανότητα εκτελεί αυτό το καθήκον σε κάθε πράξη και νομική υπόθεση όπου αυτό απαιτείται.
Η έννοια της σύμβασης παραμένει ίδια όπως ορίζεται στον Αστικό Κώδικα από το 1889: «μια σύμβαση υφίσταται από τη στιγμή που ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων συμφωνούν να υποχρεώσουν ο ένας τον άλλο να δώσουν κάτι ή να παρέχουν μια υπηρεσία». Σε μια σύμβαση μπορεί να καθοριστεί η αντικειμενική, νομική κατάσταση που απορρέει από τη σύμβαση και η οποία εγκαθιδρύει δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, χωρίς παραλλαγές λόγω περιβάλλοντος (αγορά, επιχειρήσεις, κ.α.). (Ministerio de Gracia y Justicia)
1.1. Στοιχεία Σύμβασης
Τα στοιχεία μιας σύμβασης χωρίζονται σε θεμελιώδη, φυσικά ή περιστασιακά.
Φυσικά στοιχεία
Τα στοιχεία αυτά προβλέπονται για κάθε σύμβαση και αποτελούν μέρος της, εκτός εάν τα μέρη αποφασίσουν να τα διαγράψουν.
Περιστασιακά στοιχεία
Τα περιστασιακά στοιχεία είναι αυτά που εισάγονται στη σύμβαση από τα μέρη, με βάση την αρχή της πρόθεσης για σύναψη σύμβασης.
Θεμελιώδη στοιχεία
Τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να υφίσταται η σύμβαση. Περιλαμβάνονται στο άρθρο 1.261 του Αστικού Κώδικα: προσφορά και αποδοχή, συγκεκριμένο αντικείμενο της σύμβασης, και υποχρέωση εγκαθίδρυσης αιτίας. (Rodríguez 2016)
1.2. Προσφορά και Αποδοχή
Σύμφωνα με το άρθρο 1262.1 του Αστικού Κώδικα, «η αποδοχή εκφράζεται από τη συγκυρία της προσφοράς και της αποδοχής σχετικά με το αντικείμενο και την αιτία, που οφείλει να απαρτίζει τη σύμβαση». Η προσφορά και η αποδοχή είναι ταυτόχρονες εκφράσεις ελεύθερης βούλησης. Συχνά περιλαμβάνονται σε ένα ενιαίο έγγραφο που υπογράφεται και από τα δύο μέρη ταυτόχρονα. Ωστόσο, μπορεί να προκύψει να εκδοθούν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, ακόμα και αν αυτό δεν αναφέρεται στα έγγραφα.
Θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι η μορφή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση της σύμβασης, οπότε η προσφορά και η αποδοχή μπορούν να έχουν οποιαδήποτε μορφή. (Derecho en la Red)
1.3. Πρόθεση για Σύναψη Σύμβασης
Αυτό είναι το θεμέλιο της γενικής θεωρίας του Δικαίου. Υπονοεί την αναγνώριση μιας εξουσίας που ρυθμίζει τους στόχους και τα συμφέροντα που επιθυμούν όλα τα μέρη. Είναι, επίσης, και η βάση των συμβάσεων, που σημαίνει ότι το άτομο έχει την ελευθερία να αποφασίσει εάν θα συμβληθεί ή όχι, τα μέρη έχουν απόλυτη ελευθερία επιλογής αναφορικά με τον τύπο της σύμβασης, τα μέρη μπορούν ελεύθερα να συνάψουν άτυπες συμβάσεις και, τέλος, τα μέρη έχουν την ικανότητα να τροποποιήσουν τα περιεχόμενα των τυπικών συμβάσεων. Ωστόσο, η συμβατική ελευθερία έχει μια σειρά από περιορισμούς που ορίζονται από τον Αστικό Κώδικα. (Iberley)
1.4. Ικανότητα προς Σύναψη Σύμβασης και Ανήλικοι
Οι παρακάτω ομάδες δεν μπορούν να συναινέσουν στη σύναψη σύμβασης (Sanahuja Miranda Asociados):
Σε περίπτωση χειραφετημένων ανηλίκων, η σύναψη μπορεί να συμβεί υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
1.5. Εταιρείες ή Νομικά Πρόσωπα
Τα νομικά πρόσωπα, καθώς έχουν δική τους νομική προσωπικότητα (η οποία εξαρτάται από τις προσωπικότητες των μελών τους), έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα για τη σύναψη συμβάσεων.
1.6. Πρόσωπα με Διανοητική Αστάθεια
Μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις εφόσον έχουν νομική σύμπραξη όπου απαιτείται. Θα πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα: