Το τσέχικο εργατικό δίκαιο διαχωρίζει δύο τρόπους εγκαθίδρυσης μιας σχέσης εργασίας, τουτέστιν τη σύμβαση εργασίας και τον διορισμό. Ο πιο κοινός τρόπος εγκαθίδρυσης μιας σχέσης εργασίας είναι η σύναψη σύμβασης εργασίας, αλλά από αυτό δεν συνάγεται απασχόληση. Η σύμβαση εργασίας είναι μια διμερής νομική πράξη που συνίσταται στην ταυτόχρονη δήλωση του φυσικού προσώπου και του εργοδότη της πρόθεσης να συνάψουν μια σχέση εργασίας. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να συναφθεί πριν από την είσοδο του εργαζόμενου στην εργασία ή, το αργότερο, κατά την ημερομηνία έναρξης εργασίας και προτού αυτή ξεκινήσει. Η σύμβαση απασχόλησης πρέπει να περιλαμβάνει τον τύπο εργασίας που θα εκτελείται από τον εργαζόμενο για τον εργοδότη, την τοποθεσία ή τοποθεσίες όπου θα εκτελούνται οι εργασίες, και την ημερομηνία έναρξης της εργασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εργασία λόγω της φυλής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, της συμμετοχής σε πολιτικά κινήματα, εργατικά σωματεία και άλλες οργανώσεις, της κατάστασης της υγείας ή της οικογενειακής κατάστασης.
Από τη σκοπιά του προσδιορισμού των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εργαζόμενου και του εργοδότη, οι συνθήκες εργασίας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, με το πρόσωπο του εργοδότη, τον τόπο εργασίας, τον τρόπο εγκαθίδρυσης και τον αριθμό των εργάσιμων ωρών. Με βάση τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, κατηγοριοποιούμε την απασχόληση σε ορισμένου και αορίστου χρόνου.
Τα δικαιώματα του εργαζόμενου περιλαμβάνουν το δικαίωμα ανάπαυσης, το δικαίωμα αμοιβής για εργασία, το δικαίωμα υγείας και ασφάλειας στην εργασία, πληροφόρησης για τους κινδύνους της εργασίας, και πληροφόρησης για τα μέτρα προστασίας από τις δραστηριότητες στην εργασία. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι κατανοητές για τους εργαζόμενους.
Η λύση της σχέσης εργασίας μπορεί να λάβει χώρα μόνο σύμφωνα με τον νόμο με συμφωνητικό, καταγγελία, άμεση ανάκληση, ή κατάργηση της δοκιμαστικής περιόδου. Εάν ένας εργαζόμενος έχει σύμβαση ορισμένου χρόνου, αυτή λύεται με την παρέλευση της ορισμένης περιόδου.
Το τσέχικο εργατικό δίκαιο διαχωρίζει δύο τρόπους εγκαθίδρυσης μιας σχέσης εργασίας, τουτέστιν τη σύμβαση εργασίας και τον διορισμό. Ο πιο κοινός τρόπος εγκαθίδρυσης μιας σχέσης εργασίας είναι η σύναψη σύμβασης εργασίας, αλλά από αυτό δεν συνάγεται απασχόληση. Η σύμβαση εργασίας είναι μια διμερής νομική πράξη που συνίσταται στην ταυτόχρονη δήλωση του φυσικού προσώπου και του εργοδότη της πρόθεσης να συνάψουν μια σχέση εργασίας. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να συναφθεί πριν από την είσοδο του εργαζόμενου στην εργασία ή, το αργότερο, κατά την ημερομηνία έναρξης εργασίας και προτού αυτή ξεκινήσει. Η σύμβαση απασχόλησης πρέπει να περιλαμβάνει τον τύπο εργασίας που θα εκτελείται από τον εργαζόμενο για τον εργοδότη, την τοποθεσία ή τοποθεσίες όπου θα εκτελούνται οι εργασίες, και την ημερομηνία έναρξης της εργασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εργασία λόγω της φυλής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, της συμμετοχής σε πολιτικά κινήματα, εργατικά σωματεία και άλλες οργανώσεις, της κατάστασης της υγείας ή της οικογενειακής κατάστασης.
Από τη σκοπιά του προσδιορισμού των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εργαζόμενου και του εργοδότη, οι συνθήκες εργασίας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, με το πρόσωπο του εργοδότη, τον τόπο εργασίας, τον τρόπο εγκαθίδρυσης και τον αριθμό των εργάσιμων ωρών. Με βάση τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, κατηγοριοποιούμε την απασχόληση σε ορισμένου και αορίστου χρόνου.
Τα δικαιώματα του εργαζόμενου περιλαμβάνουν το δικαίωμα ανάπαυσης, το δικαίωμα αμοιβής για εργασία, το δικαίωμα υγείας και ασφάλειας στην εργασία, πληροφόρησης για τους κινδύνους της εργασίας, και πληροφόρησης για τα μέτρα προστασίας από τις δραστηριότητες στην εργασία. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι κατανοητές για τους εργαζόμενους.
Η λύση της σχέσης εργασίας μπορεί να λάβει χώρα μόνο σύμφωνα με τον νόμο με συμφωνητικό, καταγγελία, άμεση ανάκληση, ή κατάργηση της δοκιμαστικής περιόδου. Εάν ένας εργαζόμενος έχει σύμβαση ορισμένου χρόνου, αυτή λύεται με την παρέλευση της ορισμένης περιόδου.