Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σχέση εργασίας βασίζεται σε σύμβαση εργασίας. Η εδραίωση μιας σχέσης εργασίας μέσω διορισμού είναι μια ασυνήθιστη πρακτική που προκύπτει από επιλογή της αρμόδιας αρχής.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εργοδότες και εργαζόμενοι συμμετέχουν σε ατομικές σχέσεις εργασίας. Ο εργοδότης μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Εάν ο εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις στο πλαίσιο σχέσεων εργασίας ως εργοδότης, δηλαδή νομικό πρόσωπο, προκύπτει εκ γενετής. Το νομικό πρόσωπο που ενεργεί ως εργοδότης μπορεί να είναι ένα φυσικό πρόσωπο που είναι κατάλληλο. Η συν-νομιμοποίηση προκύπτει από το 18ο έτος της ηλικίας ή μέσω γάμου. Συχνότερα, ωστόσο, ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, ειδικότερα μια επιχείρηση. Εργοδότης μπορεί να είναι και η Δημοκρατία της Τσεχίας, ως κράτος. Σε αυτή την περίπτωση, η σχετική οργανωτική μονάδα είναι το κράτος.
Εργαζόμενος μπορεί να είναι μόνο ένα φυσικό πρόσωπο που διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα και που είναι τουλάχιστον 15 ετών. Άτομα κάτω των 15 ετών και όσοι δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση μπορούν να εκτελούν καλλιτεχνικές, πολιτιστικές, αθλητικές ή διαφημιστικές δραστηριότητες υπό τους όρους που παρατίθενται στον Νόμο περί Απασχόλησης.
Ο εργοδότης δεν περιορίζεται στην επιλογή των εργαζόμενων, αποτελεί εσωτερική του υπόθεση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εργασία λόγω της φυλής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, της συμμετοχής σε πολιτικά κινήματα, εργατικά σωματεία και άλλες οργανώσεις, της κατάστασης της υγείας ή της οικογενειακής κατάστασης. Ο εργοδότης, πριν από την έναρξη της απασχόλησης, δικαιούται να ζητήσει από τον εργαζόμενο μόνο δεδομένα που σχετίζονται με τη σύναψη της σύμβασης εργασίας. Ο Εργατικός Κώδικας απαριθμεί τα δεδομένα προσωπικής φύσης που δεν σχετίζονται άμεσα με την εκτέλεση της εργασίας και της σχέσης εργασίας και συνεπώς ο εργοδότης δεν δικαιούται να τα ζητήσει:
Εγκυμοσύνη
Οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση
Σεξουαλικός προσανατολισμός
Καταγωγή
Συμμετοχή σε εργατικό σωματείο
Συμμετοχή σε πολιτικό κόμμα ή κίνημα
Σχέση με την εκκλησία ή με θρησκευτικές οργανώσεις
Ποινικό μητρώο
Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να αποκτήσει αυτές τις πληροφορίες ακόμα και από τρίτα μέρη. Η μόνη περίπτωση όπου ο εργοδότης δύναται να ζητήσει τέτοιες πληροφορίες είναι εάν συνδέονται με τη φύση της εργασίας που θα εκτελείται. Από την άλλη, ο εργοδότης υποχρεούται, πριν από τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, να κοινοποιήσει στο φυσικό πρόσωπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας, και τους όρους και τις προϋποθέσεις της αμοιβής που θα δίνεται από τον εργοδότη. Επίσης, ο εργοδότης υποχρεούται να διασφαλίζει, σε ορισμένες θεσμικά καθορισμένες περιπτώσεις, ότι το άτομο θα υποβληθεί σε αρχικό ιατρικό έλεγχο (για παράδειγμα, για νυχτερινή εργασία) πριν από την εγκαθίδρυση της σχέσης εργασίας. Με την εγκαθίδρυση σχέσης εργασίας, ο εργοδότης δημιουργεί έναν φάκελο προσωπικού για τον εργαζόμενο, τον οποίο αυτός/αυτή πρέπει να διατηρεί για τον εαυτό του/της, για εργαζόμενους και Αρχές που δικαιούνται να ζητήσουν κάποιες πληροφορίες (δικαστήρια, αστυνομία, επιθεώρηση εργασίας, κ.α.). Αυτός ο φάκελος προσωπικού περιλαμβάνει:
Όνομα, επώνυμο, τίτλο, ημερομηνία και τόπο γέννησης, μόνιμη διεύθυνση, εθνικότητα
Αριθμός ταυτότητας
Αποδεικτικά της εγκαθίδρυσης, τροποποίησης και λύσης της σχέσης εργασίας
Αντίγραφα από έγγραφα προηγούμενης απασχόλησης
Στοιχεία προσόντων
Στοιχεία ιατρικής καταλληλότητας για εργασία – ιατρική έκθεση από την προκαταρκτική προληπτική εξέταση
Στοιχεία ιατρικής καταλληλότητας
Ο πιο κοινός τρόπος εγκαθίδρυσης σχέσης εργασίας είναι η σύναψη σύμβασης εργασίας, αλλά από αυτό δεν συνάγεται απασχόληση. Η σύμβαση εργασίας είναι μια διμερής νομική πράξη που αποτελείται από την ταυτόχρονη δήλωση του φυσικού προσώπου και του εργοδότη ότι συνάπτουν σχέση εργασίας.
Η σύμβαση εργασίας πρέπει να πληροί βασικές νομικές προϋποθέσεις, πρέπει να συνάπτεται εγγράφως και κάθε μέρος πρέπει να λαμβάνει ένα αντίγραφο της σύμβασης. Η σχέση εργασίας μπορεί επίσης να βασίζεται σε μια σύμβαση εργασίας με προφορική διαπραγμάτευση, εφόσον τα μέρη έχουν ήδη ξεκινήσει να πληρούν τα περιεχόμενά της.
Η μη συμμόρφωση με την έγγραφη μορφή της σύμβασης εργασίας μπορεί να επιφέρει κυρώσεις. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να έχει συναφθεί πριν από την είσοδο του εργαζόμενου στην εργασία ή το αργότερο την ημερομηνία έναρξης της εργασίας και προτού αυτή ξεκινήσει. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να περιλαμβάνει:
το είδος της εργασίας που θα εκτελείται από τον εργαζόμενο για τον εργοδότη,
τον τόπο ή τους τόπους όπου θα εκτελείται η εργασία,
την ημερομηνία έναρξης της εργασίας.
Εάν τα μέρη δεν συμφωνήσουν σε αυτά τα θέματα, η σύμβαση εργασίας δεν συνάπτεται.
Ο προσδιορισμός του είδους εργασίας προϋποθέτει τον προσδιορισμό των επιμέρους εργασιών που ο εργαζόμενος αναλαμβάνει να εκτελεί και δεν είναι υποχρεωμένος να εκτελεί εργασίες οποιουδήποτε άλλου είδους. Με άλλα λόγια, το είδος της εργασίας είναι η απασχόληση σε μια θέση που καθορίζεται από την ταυτόχρονη έκφραση της βούλησης των συμβαλλόμενων μερών. Το είδος της εργασίας μπορεί να είναι ευρύ ή περιορισμένο, καθώς δεν υπάρχει νομικός προσδιορισμός για το πώς ακριβώς πρέπει να καθορίζεται. Ο τόπος της εργασίας μπορεί επίσης να οριστεί ευρύτερα (περιφέρεια), ειδικότερα (συγκεκριμένη διεύθυνση), ή με άλλον τρόπο. Η τελευταία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ημέρα πρώτης προσέλευσης στην εργασία, η οποία μπορεί να προσδιορίζεται ως μια συγκεκριμένη ημερομηνία ή με άλλον τρόπο, για παράδειγμα την ημέρα μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών του εργαζόμενου. Ο καθορισμός της ημέρας πρώτης προσέλευσης στην εργασία είναι σημαντικός, καθώς αυτή είναι εργάσιμη ημέρα. Εάν ο εργαζόμενος δεν προσέρθει στη δουλειά την καθορισμένη μέρα χωρίς να υφίσταται κάποιος φραγμός ή κώλυμα, ή ο εργοδότης δεν ενημερωθεί για τυχόν τέτοιο κώλυμα εντός μίας εβδομάδας, ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας.
Σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει υποχρέωση σύναψης σύμβασης εργασίας σε έγγραφη μορφή, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει τον εργαζόμενο εγγράφως για το περιεχόμενο της σχέσης εργασίας.
Στην Τσεχία, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οποιοσδήποτε πολίτης άλλης χώρας-μέλους μπορεί να εργαστεί. Διαχωρίζουμε τρεις κατηγορίες αλλοδαπών των οποίων το νομικό καθεστώς ρυθμίζεται διαφορετικά. Αλλοδαποί είναι:
Μόνιμοι κάτοικοι κάτοχοι άδειας παραμονής στην Τσεχία. Το καθεστώς τους αποδεικνύεται αφού κλείσουν το 15ο έτος της ηλικίας τους με πιστοποιητικό άδειας παραμονής που εκδίδεται από την Αστυνομία της Τσεχίας. Αυτοί οι αλλοδαποί θεωρούνται ότι εργάζονται ως πολίτες της Τσεχίας. Δεν χρειάζονται άδεια εργασίας και, με εξαίρεση συγκεκριμέναεπαγγέλματα για τα οποία ο νόμος απαιτεί τσέχικη υπηκοότητα (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι), δεν έχουν περιορισμό στην επιλογή απασχόλησης.
Πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους. Αυτοί οι πολίτες που βρίσκονται σε σχέσεις εργασίας στην Τσεχία υπόκεινταιστο ίδιο νομικό καθεστώς όπως οι πολίτες της Τσεχίας. Συνεπώς, οι πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Τσεχία δεν χρειάζονται άδεια εργασίας και έχουν δικαίωμα παραμονής όσο διαρκεί η εργασία τους. Παρομοίως, ως πολίτες ΕΕ θεωρούνται και οι πολίτες κρατών-μελών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΕΧ), της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και του Λιχτενστάιν. Επίσης, άδεια εργασίας δεν χρειάζονται οι πολίτες της Ελβετίας.
Πολίτες τρίτων χωρών. Αυτοί οι αλλοδαποί χρειάζονται άδεια εργασίας από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας για να προσληφθούν και για όλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους στην Τσεχία. Εξαιρέσεις αποτελούν περιπτώσεις όπου γίνεται άλλος διακανονισμός βάσει διεθνών συμφωνιών στις οποίες συμμετέχει η Τσεχία. Οι αλλοδαποί αυτοί πρέπει επίσης να κατέχουν άδεια παραμονής προκειμένου να εργαστούν. Αυτή εκδίδεται από το Τμήμα Αλλοδαπών σε συνέχεια αιτήματος που συνοδεύεται από άδεια εργασίας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σχέση εργασίας βασίζεται σε σύμβαση εργασίας. Η εδραίωση μιας σχέσης εργασίας μέσω διορισμού είναι μια ασυνήθιστη πρακτική που προκύπτει από επιλογή της αρμόδιας αρχής.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εργοδότες και εργαζόμενοι συμμετέχουν σε ατομικές σχέσεις εργασίας. Ο εργοδότης μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Εάν ο εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις στο πλαίσιο σχέσεων εργασίας ως εργοδότης, δηλαδή νομικό πρόσωπο, προκύπτει εκ γενετής. Το νομικό πρόσωπο που ενεργεί ως εργοδότης μπορεί να είναι ένα φυσικό πρόσωπο που είναι κατάλληλο. Η συν-νομιμοποίηση προκύπτει από το 18ο έτος της ηλικίας ή μέσω γάμου. Συχνότερα, ωστόσο, ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, ειδικότερα μια επιχείρηση. Εργοδότης μπορεί να είναι και η Δημοκρατία της Τσεχίας, ως κράτος. Σε αυτή την περίπτωση, η σχετική οργανωτική μονάδα είναι το κράτος.
Εργαζόμενος μπορεί να είναι μόνο ένα φυσικό πρόσωπο που διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα και που είναι τουλάχιστον 15 ετών. Άτομα κάτω των 15 ετών και όσοι δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση μπορούν να εκτελούν καλλιτεχνικές, πολιτιστικές, αθλητικές ή διαφημιστικές δραστηριότητες υπό τους όρους που παρατίθενται στον Νόμο περί Απασχόλησης.
Ο εργοδότης δεν περιορίζεται στην επιλογή των εργαζόμενων, αποτελεί εσωτερική του υπόθεση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εργασία λόγω της φυλής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, της συμμετοχής σε πολιτικά κινήματα, εργατικά σωματεία και άλλες οργανώσεις, της κατάστασης της υγείας ή της οικογενειακής κατάστασης. Ο εργοδότης, πριν από την έναρξη της απασχόλησης, δικαιούται να ζητήσει από τον εργαζόμενο μόνο δεδομένα που σχετίζονται με τη σύναψη της σύμβασης εργασίας. Ο Εργατικός Κώδικας απαριθμεί τα δεδομένα προσωπικής φύσης που δεν σχετίζονται άμεσα με την εκτέλεση της εργασίας και της σχέσης εργασίας και συνεπώς ο εργοδότης δεν δικαιούται να τα ζητήσει:
Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να αποκτήσει αυτές τις πληροφορίες ακόμα και από τρίτα μέρη. Η μόνη περίπτωση όπου ο εργοδότης δύναται να ζητήσει τέτοιες πληροφορίες είναι εάν συνδέονται με τη φύση της εργασίας που θα εκτελείται. Από την άλλη, ο εργοδότης υποχρεούται, πριν από τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, να κοινοποιήσει στο φυσικό πρόσωπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας, και τους όρους και τις προϋποθέσεις της αμοιβής που θα δίνεται από τον εργοδότη. Επίσης, ο εργοδότης υποχρεούται να διασφαλίζει, σε ορισμένες θεσμικά καθορισμένες περιπτώσεις, ότι το άτομο θα υποβληθεί σε αρχικό ιατρικό έλεγχο (για παράδειγμα, για νυχτερινή εργασία) πριν από την εγκαθίδρυση της σχέσης εργασίας. Με την εγκαθίδρυση σχέσης εργασίας, ο εργοδότης δημιουργεί έναν φάκελο προσωπικού για τον εργαζόμενο, τον οποίο αυτός/αυτή πρέπει να διατηρεί για τον εαυτό του/της, για εργαζόμενους και Αρχές που δικαιούνται να ζητήσουν κάποιες πληροφορίες (δικαστήρια, αστυνομία, επιθεώρηση εργασίας, κ.α.). Αυτός ο φάκελος προσωπικού περιλαμβάνει:
Ο πιο κοινός τρόπος εγκαθίδρυσης σχέσης εργασίας είναι η σύναψη σύμβασης εργασίας, αλλά από αυτό δεν συνάγεται απασχόληση. Η σύμβαση εργασίας είναι μια διμερής νομική πράξη που αποτελείται από την ταυτόχρονη δήλωση του φυσικού προσώπου και του εργοδότη ότι συνάπτουν σχέση εργασίας.
Η σύμβαση εργασίας πρέπει να πληροί βασικές νομικές προϋποθέσεις, πρέπει να συνάπτεται εγγράφως και κάθε μέρος πρέπει να λαμβάνει ένα αντίγραφο της σύμβασης. Η σχέση εργασίας μπορεί επίσης να βασίζεται σε μια σύμβαση εργασίας με προφορική διαπραγμάτευση, εφόσον τα μέρη έχουν ήδη ξεκινήσει να πληρούν τα περιεχόμενά της.
Η μη συμμόρφωση με την έγγραφη μορφή της σύμβασης εργασίας μπορεί να επιφέρει κυρώσεις. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να έχει συναφθεί πριν από την είσοδο του εργαζόμενου στην εργασία ή το αργότερο την ημερομηνία έναρξης της εργασίας και προτού αυτή ξεκινήσει. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να περιλαμβάνει:
Εάν τα μέρη δεν συμφωνήσουν σε αυτά τα θέματα, η σύμβαση εργασίας δεν συνάπτεται.
Ο προσδιορισμός του είδους εργασίας προϋποθέτει τον προσδιορισμό των επιμέρους εργασιών που ο εργαζόμενος αναλαμβάνει να εκτελεί και δεν είναι υποχρεωμένος να εκτελεί εργασίες οποιουδήποτε άλλου είδους. Με άλλα λόγια, το είδος της εργασίας είναι η απασχόληση σε μια θέση που καθορίζεται από την ταυτόχρονη έκφραση της βούλησης των συμβαλλόμενων μερών. Το είδος της εργασίας μπορεί να είναι ευρύ ή περιορισμένο, καθώς δεν υπάρχει νομικός προσδιορισμός για το πώς ακριβώς πρέπει να καθορίζεται. Ο τόπος της εργασίας μπορεί επίσης να οριστεί ευρύτερα (περιφέρεια), ειδικότερα (συγκεκριμένη διεύθυνση), ή με άλλον τρόπο. Η τελευταία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ημέρα πρώτης προσέλευσης στην εργασία, η οποία μπορεί να προσδιορίζεται ως μια συγκεκριμένη ημερομηνία ή με άλλον τρόπο, για παράδειγμα την ημέρα μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών του εργαζόμενου. Ο καθορισμός της ημέρας πρώτης προσέλευσης στην εργασία είναι σημαντικός, καθώς αυτή είναι εργάσιμη ημέρα. Εάν ο εργαζόμενος δεν προσέρθει στη δουλειά την καθορισμένη μέρα χωρίς να υφίσταται κάποιος φραγμός ή κώλυμα, ή ο εργοδότης δεν ενημερωθεί για τυχόν τέτοιο κώλυμα εντός μίας εβδομάδας, ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας.
Σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει υποχρέωση σύναψης σύμβασης εργασίας σε έγγραφη μορφή, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει τον εργαζόμενο εγγράφως για το περιεχόμενο της σχέσης εργασίας.
Στην Τσεχία, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οποιοσδήποτε πολίτης άλλης χώρας-μέλους μπορεί να εργαστεί. Διαχωρίζουμε τρεις κατηγορίες αλλοδαπών των οποίων το νομικό καθεστώς ρυθμίζεται διαφορετικά. Αλλοδαποί είναι: