Η Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση («ΕΕ»), που προσυπογράφηκε από τον πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο στις 16 Απριλίου 2003, αποτελεί νομικό ορόσημο στη διαδρομή της Κύπρου προς την πλήρη ένταξή της στην ΕΕ. Επίσης, αποτελεί σημείο αναφοράς για το μέλλον της Κύπρου. Η συνθήκη αποτελεί κατόρθωμα για την Κύπρο όσον αφορά την απόκτηση ευρωπαϊκού κύρους, παρόλο που ως έθνος τοποθετείται γεωγραφικά και ιστορικά εντός της ηπείρου.
Η Κύπρος επικύρωσε τη Συνθήκη Προσχώρησης στις 14 Ιουλίου 2003. Μέσα σε ένα έτος, την 1η Μαΐου 2004, η Κύπρος ολοκλήρωσε και επισήμως την ένταξή της στην ΕΕ, μαζί με την Εσθονία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τη Μάλτα, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Τσεχία.
Προσχώρηση στην ΕΕ
Πολλοί λόγοι έχουν οδηγήσει μικρές χώρες όπως την Κύπρο να προσχωρήσουν στην ΕΕ. Ο σημαντικότερος είναι τα οικονομικά οφέλη που μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των χωρών. Η ΕΕ παρέχει και άλλα μεγάλα οφέλη στα κράτη-μέλη, όπως δάνεια και διάσωση σε περιόδους ύφεσης ή οικονομικών προβλημάτων. Ένας δεύτερος λόγος είναι η γοητεία των πολιτικών συμφερόντων, που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να λαμβάνουν μέρος σε μεγάλες πολιτικές αποφάσεις. Τέλος, η ασφάλεια που μπορεί να δώσει η ΕΕ στα κράτη-μέλη είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, καθώς – αν και μικρής έκτασης – παρέχει ένα χρήσιμο μέτρο προστασίας.
Η προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ σήμαινε ότι το σύνταγμα της χώρας έπρεπε να αναθεωρηθεί, ώστε το δίκαιο της ΕΕ να προέχει της εθνικής νομοθεσίας και του συντάγματος.
Ορόσημα για τη διαδρομή της Κύπρου προς την ΕΕ:
19 Δεκεμβρίου 1972
Υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης ανάμεσα στην Κύπρο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιουνίου 1973.
4 Ιουλίου 1990
Η Κύπρος υποβάλλει αίτημα συμμετοχής στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
31 Μαρτίου 1998
Ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης ανάμεσα στην Κύπρο και τη ΕΕ.
13 Δεκεμβρίου 2002
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει στην Κοπεγχάγη να δεχτεί την Κύπρο ως νέο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
16 Απριλίου 2003
Η Κύπρος υπογράφει τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Αθήνα.
Η Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση («ΕΕ»), που προσυπογράφηκε από τον πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο στις 16 Απριλίου 2003, αποτελεί νομικό ορόσημο στη διαδρομή της Κύπρου προς την πλήρη ένταξή της στην ΕΕ. Επίσης, αποτελεί σημείο αναφοράς για το μέλλον της Κύπρου. Η συνθήκη αποτελεί κατόρθωμα για την Κύπρο όσον αφορά την απόκτηση ευρωπαϊκού κύρους, παρόλο που ως έθνος τοποθετείται γεωγραφικά και ιστορικά εντός της ηπείρου.
Η Κύπρος επικύρωσε τη Συνθήκη Προσχώρησης στις 14 Ιουλίου 2003. Μέσα σε ένα έτος, την 1η Μαΐου 2004, η Κύπρος ολοκλήρωσε και επισήμως την ένταξή της στην ΕΕ, μαζί με την Εσθονία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τη Μάλτα, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Τσεχία.
Πολλοί λόγοι έχουν οδηγήσει μικρές χώρες όπως την Κύπρο να προσχωρήσουν στην ΕΕ. Ο σημαντικότερος είναι τα οικονομικά οφέλη που μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των χωρών. Η ΕΕ παρέχει και άλλα μεγάλα οφέλη στα κράτη-μέλη, όπως δάνεια και διάσωση σε περιόδους ύφεσης ή οικονομικών προβλημάτων. Ένας δεύτερος λόγος είναι η γοητεία των πολιτικών συμφερόντων, που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να λαμβάνουν μέρος σε μεγάλες πολιτικές αποφάσεις. Τέλος, η ασφάλεια που μπορεί να δώσει η ΕΕ στα κράτη-μέλη είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, καθώς – αν και μικρής έκτασης – παρέχει ένα χρήσιμο μέτρο προστασίας.
Η προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ σήμαινε ότι το σύνταγμα της χώρας έπρεπε να αναθεωρηθεί, ώστε το δίκαιο της ΕΕ να προέχει της εθνικής νομοθεσίας και του συντάγματος.
Ορόσημα για τη διαδρομή της Κύπρου προς την ΕΕ: