Μια σύμβαση λύεται όταν δεν έχει οδηγηθεί στην επίτευξη των αποτελεσμάτων για τα οποία συνάφθηκε. Η λύση συμβάσεων χωρίζεται σε δύο τύπους (Gómez 2015):
1.1. Ανικανότητα
Προκύπτει όταν η σύμβαση επηρεάζεται από την ύπαρξη θεμελιωδών στοιχείων τα οποία δεν έχουν ισχύ υπό το νομικό πλαίσιο. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της περίπτωσης, διακρίνονται τα εξής:
Έλλειψη υπόστασης
Μια σύμβαση θεωρείται ότι δεν έχει υπόσταση όταν παραλείπει ένα στοιχείο που είναι νομικά απαραίτητο.
Ακυρότητα
Είναι η πιο σημαντική διακρίβωση του νομικού πλαισίου. Ανακαλεί κάθε νομική ισχύ της συμβατικής σχέσης. Προκύπτει όταν η σύμβαση αντιβαίνει σε αδήριτους ή απαγορευτικούς κανόνες, ή όταν παραλείπει προϋποθέσεις που γίνονται αντιληπτές ως μη υφιστάμενες.
1.2. Ακύρωση
Παρουσιάζεται κάποια ανωμαλία που απορρέει από καθορισμένες συγκρούσεις σχετικά με τη ικανότητα ή τη βούληση, που οδηγεί στην πράξη της ακύρωσης ή της προσβολής.
Η ακύρωση είναι μια κατηγορία ανικανότητας που εστιάζεται στην προστασία ενός εκ των μερών της συμβατικής σχέσης, μόνο εφόσον το μέρος εκείνο έχει νόμιμη αξίωση, και η οποία παράγει την καταστροφή της πράξης με αναδρομική ισχύ ή την συν-επικύρωση της σύμβασης μέσω επιβεβαίωσης.
Αιτίες ακύρωσης
Σφάλμα: προκειμένου ένα σφάλμα να προκαλέσει ακύρωση, θα πρέπει να αφορά στην ουσία του θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ή τις συνθήκες εκείνες που παρέχουν το βασικό κίνητρο της σύμβασης. Ένα σφάλμα σχετικά με ένα πρόσωπο ακυρώνει τη σύμβαση μόνο εφόσον το πρόσωπο αυτό ήταν το βασικό αίτιο της σύμβασης.
Βία
Βία θεωρείται ότι «προκειμένου να κλειστεί η συμφωνία, ασκήθηκε ακαταμάχητη δύναμη». Συμπεριλαμβάνεται στα αίτια όταν η βούληση του συμβαλλόμενου υποκαθίσταται από τη βούληση του ασκούντα τη βία.
Εκφοβισμός
Προκύπτει όταν σε έναν από τους συμβαλλόμενους γεννιέται εύλογος και βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί άμεση βλάβη, είτε στο πρόσωπό του, στην περιουσία, την οικογένεια, τους απογόνους του, κ.α.
Πρέπει να υφίσταται αποδοτική σχέση αιτιότητας μεταξύ του φόβου και της συμφωνίας. Η απειλή πρέπει να ανακοινώνει ένα επερχόμενο και μεγάλο κακό και πρέπει να είναι άδικη και παράνομη. Εάν η απειλή απλά σχετίζεται με την άσκηση του νόμου, δεν θεωρείται εκφοβισμός.
Δόλος
Πρόκειται για την προτροπή άλλων να συνάψουν μια σύμβαση που θα οδηγεί σε βλάβη για αυτούς. Συμβαίνει όταν κάποιος χρησιμοποιεί λέξεις και τεχνάσματα για να πείσει ένα μέρος να συμβληθεί, ενώ το μέρος αυτό διαφορετικά δεν θα συμβαλλόταν. Για να ακυρωθεί τέτοια σύμβαση, ο δόλος πρέπει να είναι σοβαρός.
Μια σύμβαση λύεται όταν δεν έχει οδηγηθεί στην επίτευξη των αποτελεσμάτων για τα οποία συνάφθηκε. Η λύση συμβάσεων χωρίζεται σε δύο τύπους (Gómez 2015):
1.1. Ανικανότητα
Προκύπτει όταν η σύμβαση επηρεάζεται από την ύπαρξη θεμελιωδών στοιχείων τα οποία δεν έχουν ισχύ υπό το νομικό πλαίσιο. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της περίπτωσης, διακρίνονται τα εξής:
Έλλειψη υπόστασης
Μια σύμβαση θεωρείται ότι δεν έχει υπόσταση όταν παραλείπει ένα στοιχείο που είναι νομικά απαραίτητο.
Ακυρότητα
Είναι η πιο σημαντική διακρίβωση του νομικού πλαισίου. Ανακαλεί κάθε νομική ισχύ της συμβατικής σχέσης. Προκύπτει όταν η σύμβαση αντιβαίνει σε αδήριτους ή απαγορευτικούς κανόνες, ή όταν παραλείπει προϋποθέσεις που γίνονται αντιληπτές ως μη υφιστάμενες.
1.2. Ακύρωση
Παρουσιάζεται κάποια ανωμαλία που απορρέει από καθορισμένες συγκρούσεις σχετικά με τη ικανότητα ή τη βούληση, που οδηγεί στην πράξη της ακύρωσης ή της προσβολής.
Η ακύρωση είναι μια κατηγορία ανικανότητας που εστιάζεται στην προστασία ενός εκ των μερών της συμβατικής σχέσης, μόνο εφόσον το μέρος εκείνο έχει νόμιμη αξίωση, και η οποία παράγει την καταστροφή της πράξης με αναδρομική ισχύ ή την συν-επικύρωση της σύμβασης μέσω επιβεβαίωσης.
Αιτίες ακύρωσης
Σφάλμα: προκειμένου ένα σφάλμα να προκαλέσει ακύρωση, θα πρέπει να αφορά στην ουσία του θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ή τις συνθήκες εκείνες που παρέχουν το βασικό κίνητρο της σύμβασης. Ένα σφάλμα σχετικά με ένα πρόσωπο ακυρώνει τη σύμβαση μόνο εφόσον το πρόσωπο αυτό ήταν το βασικό αίτιο της σύμβασης.
Βία
Βία θεωρείται ότι «προκειμένου να κλειστεί η συμφωνία, ασκήθηκε ακαταμάχητη δύναμη». Συμπεριλαμβάνεται στα αίτια όταν η βούληση του συμβαλλόμενου υποκαθίσταται από τη βούληση του ασκούντα τη βία.
Εκφοβισμός
Προκύπτει όταν σε έναν από τους συμβαλλόμενους γεννιέται εύλογος και βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί άμεση βλάβη, είτε στο πρόσωπό του, στην περιουσία, την οικογένεια, τους απογόνους του, κ.α.
Πρέπει να υφίσταται αποδοτική σχέση αιτιότητας μεταξύ του φόβου και της συμφωνίας. Η απειλή πρέπει να ανακοινώνει ένα επερχόμενο και μεγάλο κακό και πρέπει να είναι άδικη και παράνομη. Εάν η απειλή απλά σχετίζεται με την άσκηση του νόμου, δεν θεωρείται εκφοβισμός.
Δόλος
Πρόκειται για την προτροπή άλλων να συνάψουν μια σύμβαση που θα οδηγεί σε βλάβη για αυτούς. Συμβαίνει όταν κάποιος χρησιμοποιεί λέξεις και τεχνάσματα για να πείσει ένα μέρος να συμβληθεί, ενώ το μέρος αυτό διαφορετικά δεν θα συμβαλλόταν. Για να ακυρωθεί τέτοια σύμβαση, ο δόλος πρέπει να είναι σοβαρός.