Ένας διαχειριστής είναι οποιαδήποτε οντότητα, ασχέτως νομικής μορφής, που καθορίζει το σκοπό και τα μέσα επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, τα διεκπεραιώνει και έχει την ευθύνη τους. Ο διαχειριστής μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, όταν η νομική οντότητα είναι νομικό πρόσωπο, και όχι υπάλληλος ή μέλος της εταιρείας. Η ευθύνη για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανήκει στο νομικό πρόσωπο καθεαυτό.
Ένας διαχειριστής μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον επεξεργαστή να επεξεργαστεί τα προσωπικά δεδομένα. Ο επεξεργαστής είναι σε αυτή την περίπτωση, οποιοσδήποτε φορέας που επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα βάσει ειδικού νόμου ή διαχειριστή. Δεν είναι ευθύνη ενός διαχειριστή να προσλάβει έναν επεξεργαστή. Ο επεξεργαστής διαφέρει από τον διαχειριστή λόγω του ότι, στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας του διαχειριστή, μπορεί να εκτελέσει μόνο τις εργασίες επεξεργασίας που του αναθέτει ο διαχειριστής, ή που απορρέουν από τη δραστηριότητα για την οποία έχει ανατεθεί στον επεξεργαστή από τον διαχειριστή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επεξεργαστής είναι ο επεξεργαστής μόνο σε σχέση με τα προσωπικά δεδομένα που παρέχει ο διαχειριστής, και όχι τα προσωπικά δεδομένα που επεξεργάζεται για τους σκοπούς που τον αφορούν άμεσα. Ένας τυπικός επεξεργαστής είναι, για παράδειγμα, μια εξωτερική εταιρεία λογιστικής μισθοδοσίας (ή ένας έμπορος) ή ένας πάροχος τεχνολογίας cloud (αποθήκη, κλπ.). Όπως και με τον διαχειριστή, η νομική μορφή δεν καθορίζει τον επεξεργαστή.
Οι αρμοδιότητες του διαχειριστή είναι:
α) καθορίζει τον σκοπό για τον οποίο πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία τα προσωπικά δεδομένα,
β) ο προσδιορισμός των μέσων και της μεθόδου επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) να επεξεργάζεται μόνο τα ακριβή προσωπικά δεδομένα που έχει αποκτήσει σύμφωνα με το νόμο
– εάν είναι απαραίτητο, επικαιροποιεί τα προσωπικά δεδομένα, εάν ο υπεύθυνος της επεξεργασίας διαπιστώσει ότι τα επεξεργασμένα από αυτόν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι ακριβή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβάνει χωρίς εύλογη καθυστέρηση τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως όταν η επεξεργασία διακόπτεται και τα προσωπικά δεδομένα επισκευαστούν ή συμπληρωθούν, διαφορετικά τα προσωπικά δεδομένα θα εκκαθαριστούν
– Πρέπει να σημειώνονται ανακριβή προσωπικά δεδομένα
– οι πληροφορίες σχετικά με την παρεμπόδιση, τη διόρθωση, τη συμπλήρωση ή την εκκαθάριση προσωπικών δεδομένων θα διαβιβάζονται υποχρεωτικά από τον υπεύθυνος της επεξεργασίας σε όλους τους δικαιούχους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση,
δ) να συλλέγει προσωπικά δεδομένα που αντιστοιχούν μόνο στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού,
ε) να διατηρεί προσωπικά δεδομένα μόνο για όσο χρόνο είναι απαραίτητο για το σκοπό της επεξεργασίας
– στο τέλος της περιόδου αυτής, τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να διατηρηθούν μόνο για σκοπούς της στατιστικής υπηρεσίας του κράτους, για επιστημονικούς και αρχειακούς σκοπούς
– όταν χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς αυτούς, πρέπει να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα προστασίας από μη εξουσιοδοτημένη παρέμβαση στην ιδιωτική και προσωπική ζωή του ατόμου και να ανωνυμοποιούνται τα προσωπικά δεδομένα το συντομότερο δυνατό,
στ) να επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα μόνο σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν
– η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται μόνο εντός των ορίων που ορίζει ο νόμος ή, εάν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει τη συγκατάθεσή του,
ζ) να συλλέγει προσωπικά δεδομένα μόνο διαφανώς. Αποκλείεται η συλλογή δεδομένων υπό το πρόσχημα άλλου σκοπού ή άλλης δραστηριότητας,
η) να μην συσχετίζει προσωπικά δεδομένα που έχουν αποκτηθεί για διαφορετικούς σκοπούς.
Ο διαχειριστής μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο με τη συγκατάθεση ενός φυσικού προσώπου. Η συναίνεση πρέπει να παρέχεται ελεύθερα με συγκεκριμένες, ενημερωμένες και ρητές ενδείξεις για τις επιθυμίες του, με τις οποίες το υποκείμενο των δεδομένων δηλώνει me προφανή επιβεβαίωση της συμφωνίας του την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Είναι μια ενεργός και εκούσια έκφραση της θέλησης του υποκειμένου των δεδομένων, η οποία δεν πρέπει να δοθεί υπό πίεση. Η συγκατάθεση είναι ένας από τους νομικούς λόγους για τους οποίους ο διαχειριστής μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εάν η επεξεργασία δεν μπορεί να εξαρτάται από σκοπούς για τους οποίους δεν απαιτείται συναίνεση.
Η συγκατάθεση παρέχεται πάντα για συγκεκριμένο σκοπό επεξεργασίας , ο οποίος πρέπει να γνωστοποιηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων. Η συγκατάθεση είναι ανακλητή. Η μη ανάκληση συγκατάθεσης σημαίνει την υποχρέωση του διαχειριστή να εκκαθαρίζει προσωπικά δεδομένα, καθώς η ανάκληση της συγκατάθεσης αφορά συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, και ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς, για τους οποίους χρησιμοποιεί διαφορετική νομική αιτία μεταποίησης, από τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση ανάκλησης της συναίνεσης, ο διαχειριστής υποχρεούται να παύσει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, για τους σκοπούς που ορίζονται στη συμφωνία. Εάν η συναίνεση ήταν ο μοναδικός νομικός λόγος για την επεξεργασία, η κατάργηση των προσωπικών δεδομένων θα ακολουθήσει, κατά κανόνα.
Χωρίς τη συναίνεση αυτή, μπορούν να επεξεργαστούν δεδομένα:
Α) εάν διεξάγει τη μεταποίηση που απαιτείται για να συμμορφωθεί με τις νομικές υποχρεώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας,
Β) όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο πρόσωπο, ή για τη διαπραγμάτευση της σύναψης ή τροποποίησης μιας σύμβασης που συντάσσεται, κατόπιν προτάσεως του υποκειμένου των δεδομένων,
Γ) όπου είναι απαραίτητο για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, πρέπει να δοθεί συναίνεση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, εάν δεν δοθεί συναίνεση, ο διαχειριστής πρέπει να τερματίσει την επεξεργασία και να απορρίψει τα δεδομένα,
Δ) σε περίπτωση νόμιμων αποκαλύψεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ειδική νομική διάταξη, αλλά χωρίς να θίγεται το δικαίωμα στην προστασία της προσωπικής και προσωπικής ζωής του υποκειμένου των δεδομένων,
Ε) όταν είναι αναγκαίο να προστατεύονται τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα του διαχειριστή, του δικαιούχου ή άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου. Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων δεν αντίκειται στο δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων για την προστασία της ιδιωτικής και προσωπικής ζωής του,
Στ) εάν παρέχει προσωπικά δεδομένα σε δημόσιο υπάλληλο, υπάλληλους ή λειτουργούς που βεβαιώνουν τις δημόσιες ή επίσημες δραστηριότητες του, την υπηρεσία του ή τη θέση εργασίας του ή,
Ζ) εάν η επεξεργασία προορίζεται αποκλειστικά για σκοπούς αρχειοθέτησης βάσει ειδικού νόμου.
Κατά τη διεκπεραίωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο διαχειριστής και ο επεξεργαστής εξασφαλίζουν ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, και ιδίως το δικαίωμα διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και προφυλάσσουν επίσης το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα από την άνευ αδείας επέμβαση στην ιδιωτική και προσωπική ζωή του. Το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα πρέπει να ενημερώνεται για τον σκοπό της επεξεργασίας και για τα προσωπικά δεδομένα στα οποία έχει δοθεί συγκατάθεση, για τον ελεγκτή και για την χρονική περίοδο. Η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί από τον υπεύθυνο επεξεργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας. Η διαφωνία με την επεξεργασία πρέπει να εκφράζεται γραπτώς.
Εάν ο επεξεργαστής διαπιστώσει ότι ο διαχειριστής παραβιάζει τις υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών νόμος, οφείλει να τον ειδοποιήσει αμέσως και να τερματίσει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Σε αντίθετη περίπτωση, ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία στο υποκείμενο των δεδομένων, από κοινού και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή.
Το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί επίσης να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, οπότε ο διαχειριστής οφείλει να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην οντότητα. Ο Διαχειριστής έχει το δικαίωμα να ζητήσει εύλογη αποζημίωση για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν υπερβαίνει το κόστος που απαιτείται για την παροχή των πληροφοριών.
Ένας διαχειριστής είναι οποιαδήποτε οντότητα, ασχέτως νομικής μορφής, που καθορίζει το σκοπό και τα μέσα επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, τα διεκπεραιώνει και έχει την ευθύνη τους. Ο διαχειριστής μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, όταν η νομική οντότητα είναι νομικό πρόσωπο, και όχι υπάλληλος ή μέλος της εταιρείας. Η ευθύνη για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανήκει στο νομικό πρόσωπο καθεαυτό.
Ένας διαχειριστής μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον επεξεργαστή να επεξεργαστεί τα προσωπικά δεδομένα. Ο επεξεργαστής είναι σε αυτή την περίπτωση, οποιοσδήποτε φορέας που επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα βάσει ειδικού νόμου ή διαχειριστή. Δεν είναι ευθύνη ενός διαχειριστή να προσλάβει έναν επεξεργαστή. Ο επεξεργαστής διαφέρει από τον διαχειριστή λόγω του ότι, στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας του διαχειριστή, μπορεί να εκτελέσει μόνο τις εργασίες επεξεργασίας που του αναθέτει ο διαχειριστής, ή που απορρέουν από τη δραστηριότητα για την οποία έχει ανατεθεί στον επεξεργαστή από τον διαχειριστή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επεξεργαστής είναι ο επεξεργαστής μόνο σε σχέση με τα προσωπικά δεδομένα που παρέχει ο διαχειριστής, και όχι τα προσωπικά δεδομένα που επεξεργάζεται για τους σκοπούς που τον αφορούν άμεσα. Ένας τυπικός επεξεργαστής είναι, για παράδειγμα, μια εξωτερική εταιρεία λογιστικής μισθοδοσίας (ή ένας έμπορος) ή ένας πάροχος τεχνολογίας cloud (αποθήκη, κλπ.). Όπως και με τον διαχειριστή, η νομική μορφή δεν καθορίζει τον επεξεργαστή.
Οι αρμοδιότητες του διαχειριστή είναι:
α) καθορίζει τον σκοπό για τον οποίο πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία τα προσωπικά δεδομένα,
β) ο προσδιορισμός των μέσων και της μεθόδου επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) να επεξεργάζεται μόνο τα ακριβή προσωπικά δεδομένα που έχει αποκτήσει σύμφωνα με το νόμο
– εάν είναι απαραίτητο, επικαιροποιεί τα προσωπικά δεδομένα, εάν ο υπεύθυνος της επεξεργασίας διαπιστώσει ότι τα επεξεργασμένα από αυτόν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι ακριβή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβάνει χωρίς εύλογη καθυστέρηση τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως όταν η επεξεργασία διακόπτεται και τα προσωπικά δεδομένα επισκευαστούν ή συμπληρωθούν, διαφορετικά τα προσωπικά δεδομένα θα εκκαθαριστούν
– Πρέπει να σημειώνονται ανακριβή προσωπικά δεδομένα
– οι πληροφορίες σχετικά με την παρεμπόδιση, τη διόρθωση, τη συμπλήρωση ή την εκκαθάριση προσωπικών δεδομένων θα διαβιβάζονται υποχρεωτικά από τον υπεύθυνος της επεξεργασίας σε όλους τους δικαιούχους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση,
δ) να συλλέγει προσωπικά δεδομένα που αντιστοιχούν μόνο στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού,
ε) να διατηρεί προσωπικά δεδομένα μόνο για όσο χρόνο είναι απαραίτητο για το σκοπό της επεξεργασίας
– στο τέλος της περιόδου αυτής, τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να διατηρηθούν μόνο για σκοπούς της στατιστικής υπηρεσίας του κράτους, για επιστημονικούς και αρχειακούς σκοπούς
– όταν χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς αυτούς, πρέπει να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα προστασίας από μη εξουσιοδοτημένη παρέμβαση στην ιδιωτική και προσωπική ζωή του ατόμου και να ανωνυμοποιούνται τα προσωπικά δεδομένα το συντομότερο δυνατό,
στ) να επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα μόνο σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν
– η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται μόνο εντός των ορίων που ορίζει ο νόμος ή, εάν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει τη συγκατάθεσή του,
ζ) να συλλέγει προσωπικά δεδομένα μόνο διαφανώς. Αποκλείεται η συλλογή δεδομένων υπό το πρόσχημα άλλου σκοπού ή άλλης δραστηριότητας,
η) να μην συσχετίζει προσωπικά δεδομένα που έχουν αποκτηθεί για διαφορετικούς σκοπούς.
Ο διαχειριστής μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο με τη συγκατάθεση ενός φυσικού προσώπου. Η συναίνεση πρέπει να παρέχεται ελεύθερα με συγκεκριμένες, ενημερωμένες και ρητές ενδείξεις για τις επιθυμίες του, με τις οποίες το υποκείμενο των δεδομένων δηλώνει me προφανή επιβεβαίωση της συμφωνίας του την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Είναι μια ενεργός και εκούσια έκφραση της θέλησης του υποκειμένου των δεδομένων, η οποία δεν πρέπει να δοθεί υπό πίεση. Η συγκατάθεση είναι ένας από τους νομικούς λόγους για τους οποίους ο διαχειριστής μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εάν η επεξεργασία δεν μπορεί να εξαρτάται από σκοπούς για τους οποίους δεν απαιτείται συναίνεση.
Η συγκατάθεση παρέχεται πάντα για συγκεκριμένο σκοπό επεξεργασίας , ο οποίος πρέπει να γνωστοποιηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων. Η συγκατάθεση είναι ανακλητή. Η μη ανάκληση συγκατάθεσης σημαίνει την υποχρέωση του διαχειριστή να εκκαθαρίζει προσωπικά δεδομένα, καθώς η ανάκληση της συγκατάθεσης αφορά συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, και ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς, για τους οποίους χρησιμοποιεί διαφορετική νομική αιτία μεταποίησης, από τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση ανάκλησης της συναίνεσης, ο διαχειριστής υποχρεούται να παύσει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, για τους σκοπούς που ορίζονται στη συμφωνία. Εάν η συναίνεση ήταν ο μοναδικός νομικός λόγος για την επεξεργασία, η κατάργηση των προσωπικών δεδομένων θα ακολουθήσει, κατά κανόνα.
Χωρίς τη συναίνεση αυτή, μπορούν να επεξεργαστούν δεδομένα:
Α) εάν διεξάγει τη μεταποίηση που απαιτείται για να συμμορφωθεί με τις νομικές υποχρεώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας,
Β) όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο πρόσωπο, ή για τη διαπραγμάτευση της σύναψης ή τροποποίησης μιας σύμβασης που συντάσσεται, κατόπιν προτάσεως του υποκειμένου των δεδομένων,
Γ) όπου είναι απαραίτητο για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, πρέπει να δοθεί συναίνεση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, εάν δεν δοθεί συναίνεση, ο διαχειριστής πρέπει να τερματίσει την επεξεργασία και να απορρίψει τα δεδομένα,
Δ) σε περίπτωση νόμιμων αποκαλύψεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ειδική νομική διάταξη, αλλά χωρίς να θίγεται το δικαίωμα στην προστασία της προσωπικής και προσωπικής ζωής του υποκειμένου των δεδομένων,
Ε) όταν είναι αναγκαίο να προστατεύονται τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα του διαχειριστή, του δικαιούχου ή άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου. Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων δεν αντίκειται στο δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων για την προστασία της ιδιωτικής και προσωπικής ζωής του,
Στ) εάν παρέχει προσωπικά δεδομένα σε δημόσιο υπάλληλο, υπάλληλους ή λειτουργούς που βεβαιώνουν τις δημόσιες ή επίσημες δραστηριότητες του, την υπηρεσία του ή τη θέση εργασίας του ή,
Ζ) εάν η επεξεργασία προορίζεται αποκλειστικά για σκοπούς αρχειοθέτησης βάσει ειδικού νόμου.
Κατά τη διεκπεραίωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο διαχειριστής και ο επεξεργαστής εξασφαλίζουν ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, και ιδίως το δικαίωμα διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και προφυλάσσουν επίσης το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα από την άνευ αδείας επέμβαση στην ιδιωτική και προσωπική ζωή του. Το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα πρέπει να ενημερώνεται για τον σκοπό της επεξεργασίας και για τα προσωπικά δεδομένα στα οποία έχει δοθεί συγκατάθεση, για τον ελεγκτή και για την χρονική περίοδο. Η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί από τον υπεύθυνο επεξεργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας. Η διαφωνία με την επεξεργασία πρέπει να εκφράζεται γραπτώς.
Εάν ο επεξεργαστής διαπιστώσει ότι ο διαχειριστής παραβιάζει τις υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών νόμος, οφείλει να τον ειδοποιήσει αμέσως και να τερματίσει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Σε αντίθετη περίπτωση, ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία στο υποκείμενο των δεδομένων, από κοινού και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή.
Το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί επίσης να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, οπότε ο διαχειριστής οφείλει να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην οντότητα. Ο Διαχειριστής έχει το δικαίωμα να ζητήσει εύλογη αποζημίωση για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν υπερβαίνει το κόστος που απαιτείται για την παροχή των πληροφοριών.