ΒΑΣΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ – κεφάλαιο 3 cz
National law - CZ - Employment Law
Ο Εργατικός Κώδικας παρέχει υψηλότερο επίπεδο προστασίας σε εργαζόμενους που δυσκολεύονται περισσότερο να βρουν εργασία εξαιτίας κάποιου βιολογικού ή κοινωνικού συμβάντος. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει άτομα με αναπηρίες, γυναίκες και εφήβους. Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να εκτελούν εργασίες που θέτουν σε κίνδυνο την εγκυμοσύνη τους. Ο εργοδότης υποχρεούται να τις μεταθέσει σε άλλο πόστο με τους ίδιους όρους απολαβών. Για γυναίκες που θηλάζουν, οι εργοδότες υποχρεούνται να διαθέτουν έναν χώρο για διαλείμματα ανάπαυσης και θηλασμού.
Δικαίωμα ανάπαυσης
Η ανάπαυση είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια δραστηριότητα κατά την οποία ο εργαζόμενος, στο χρονικό διάστημα μεταξύ βαρδιών, αναπληρώνει δυνάμεις και ανανεώνεται σωματικά. Ο εργοδότης υποχρεούται να αναθέτει εργασία στους εργαζόμενους κατά τις εργάσιμες ώρες. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι δικαιούνται διάλειμμα και χώρο ανάπαυσης. Ο χρόνος ανάπαυσης δεν είναι εργάσιμος χρόνος. Κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας υπάρχει εναλλαγή εργάσιμων ωρών και διαλειμμάτων. Η ανάπαυση μπορεί να πάρει τη μορφή διαλειμμάτων κατά τη διάρκεια της εργασίας, ανάπαυλαςμεταξύ βαρδιών, διαλείμματος ασφαλείας, ανάπαυσης μεταξύ εργάσιμων ημερών (Σαββατοκύριακο), γιορτών και αργιών.
Ο σκοπός του διαλείμματος κατά τη διάρκεια της δουλειάς είναι να καθοριστεί η ιδανική αναλογία απόδοσης στην εργασία και αναγκαίας ξεκούρασης για τους εργαζόμενους. Το διάλειμμα μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του εργαζόμενου για ανάπαυση και φαγητό. Δεν πρέπει να είναι στην αρχή ή στο τέλος της βάρδιας, διότι απαγορεύεται από τον Εργατικό Κώδικα. Δεν αποκλείεται το διάλειμμα να διαιρείται σε περισσότερα μικρά διαλείμματα, με τον όρο το καθένα να διαρκεί τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά και μετά από μέγιστο έξι ώρες συνεχόμενης εργασίας τα συνολικά διαλείμματα θα είναι τριάντα λεπτά. Τα επιτρεπόμενα διαλείμματα και ο χρόνος φαγητού δεν μετρούν ως χρόνος εργασίας. Για βάρδιες μεγαλύτερης διάρκειας ή υπερωρίες, μετά από άλλες έξι ώρες εργασίας απαιτείται ένα διάλειμμα τριάντα λεπτών. Έτσι, εάν ένας εργαζόμενος είναι μερικής απασχόλησης με λιγότερες από έξι εργάσιμες ώρες ημερησίως, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να του επιτρέψει διάλειμμα για φαγητό και ανάπαυση. Το διάλειμμα δεν είναι ώρα εργασίας, οπότε ο εργαζόμενος μπορεί να φύγει από τον χώρο εργασίας για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Για εργασιακές δραστηριότητες που δεν μπορούν να διακοπούν, όπως η φύλαξη αντικειμένων, το διάλειμμα προσμετρείται στις ώρες εργασίας. Συνεπώς ο εργαζόμενος δικαιούται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για φαγητό και ανάπαυση. Ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταγράφει τα διαλείμματα στη δουλειά, αλλά πρέπει να καταγράφει τις ώρες εργασίας, τις υπερωρίες και τις ώρες αναμονής. Οι έφηβοι έως 18 ετών υπόκεινται σε πιο αυστηρούς περιορισμούς, πρέπει να τους δίνεται διάλειμμα μετά από μέγιστο 4,5 ώρες συνεχούς εργασίας.
Δικαίωμα αποδοχών και μισθού
Ο Εργατικός Κώδικας ορίζει την παροχή αμοιβής για προσωπική εκτέλεση εργασίας ως το βασικό καθήκον του εργοδότη. Ο όρος «αμοιβή για παρεχόμενη εργασία» εντοπίζεται σε όλες τις μορφές βασικών σχέσεων εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν τη σχέση απασχόλησης και τις νομικές σχέσεις που εγκαθιδρύονται με το συμφωνητικό εργασιών και το συμφωνητικό έργου.
Ο νόμος εξαιρεί την εκτέλεση εξαρτημένης εργασίας χωρίς πληρωμή. Οι αποδοχές είναι χρηματικές παροχές που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο έναντι της εργασίας του. Ο εργοδότης έχει επίσης την επιλογή να παρέχει μέρος των αποδοχών σε φυσική μορφή. Το ύψος των αποδοχών υπόκειται σε διαπραγμάτευση σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση των μερών στη συμβατική σχέση εργασίας.
Ο βασικός μισθός έχει δύο βασικές λειτουργίες αναφορικά με τον εργοδότη και τον εργαζόμενο. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί το σημείο ισορροπίας από τη σκοπιά τόσο του εργοδότη, όσο και του εργαζόμενου.
Η λειτουργία κοινωνικής προστασίας του βασικού μισθού πρέπει να προστατεύει τους εργαζόμενους από την ένδεια και να τους επιτρέπει να διαβιούν στο επίπεδο της μέτριας κατανάλωσης και κοινωνικών επαφών. Οι εργοδότες έχουν μια λειτουργία προστασίας βασικού μισθού ώστε να διασφαλίζεται ο ανταγωνισμός επί ίσοιςόροις ως προς τους μισθούς.
Η οικονομική λειτουργία του βασικού μισθού δημιουργεί προϋποθέσεις για την οικονομική υποκίνηση των πολιτών να αναζητούν, να αποδέχονται και να εκτελούν εργασία, προς όφελος των εργαζόμενων μέσω του εργασιακού εισοδήματος και των ατόμων με κοινωνικό εισόδημα. Για τους εργοδότες, ο βασικός μισθός είναι το ελάχιστο επίπεδο εργοδοτικού μισθολογικού κόστους. Εάν ο μισθός (εφόσον προκύπτει αμοιβή ή αποζημίωση από το συμφωνητικό) δεν ισούται με τον βασικό μισθό για κάθε ημερολογιακό μήνα, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο ένα συμπλήρωμα μισθού ίσο με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που επιτεύχθηκε στον ημερολογιακό μήνα και του αντίστοιχου βασικού μηνιαίου μισθού, ή με τη διαφορά μεταξύ του μισθού 1 εργάσιμης ώρας και του αντίστοιχου βασικού ωριαίου μισθού. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει στον εργαζόμενο το συμπλήρωμα ανεξάρτητα εάν ήταν χαμηλότερο ή όχι. Ο ελάχιστον μισθός για το 2018 ανέρχεται σε 12.200 CZK/μήνα για εργαζόμενους που αμείβονται σε μηνιαία βάση για 40 εργάσιμες ώρες την εβδομάδα. Η μισθοδοσία είναι μια μονομερής ενέργεια του εργοδότη και καθορίζει τον μισθό του εργαζόμενου στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο μισθός ορίζεται ως οι χρηματικές απολαβές του εργαζόμενου που παρέχονται από τον εργοδότη. Συνεπώς, δεν μπορεί να παρέχεται εν μέρει σε μορφή αγαθών.
Μια διατίμηση μισθών δημιουργεί δικαίωμα του εργοδότη για συγκεκριμένο μισθολογικό στοιχείο σε συγκεκριμένο ποσό. Το είδος απασχόλησης κατά τη σύμβαση εργασίας και ο κατάλογος εργασιών είναι καθοριστικής σημασίας για τη συμπερίληψη ενός εργαζόμενου σε μια ορισμένη βαθμίδα. Οι ισχύουσες μισθολογικές βαθμίδες ορίζονται στον Εργατικό Κώδικα.
Προσωπικά κωλύματα του εργαζόμενου
Αυτά είναι τα κωλύματα όπου ο εργαζόμενος δεν ζητάει άδεια διότι και μόνο η ύπαρξη του κωλύματος που αποδεικνύεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη δημιουργεί υποχρέωση του εργοδότη να δικαιολογήσει την απουσία του εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος οφείλει πάντα να αποδεικνύει τέτοια κωλύματα και να ενημερώνει εγκαίρως.
Το εργατικό δίκαιο αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι στη ζωή του εργαζόμενου που καθιστούν την εκτέλεση της εργασίας αδύνατη. Τα κωλύματα στην εργασία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι κωλύονται νε εκτελέσουν την εργασία τους και αναγνωρίζονται από τον νόμο ή από τους εργοδότες.
Πέρα από την ανικανότητα για εργασία για τις πρώτες δεκατέσσερις ημέρες, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να αποζημιώνει τους εργαζόμενους, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλει αποδοχές ή μισθούς στους εργαζόμενους πέρα από ότι ορίζει το κράτος για ορισμένα κωλύματα στην εργασία, για τον χρόνο εργασίας και την αμοιβή. Τέτοια κωλύματα περιλαμβάνουν την άδεια μητρότητας, που ανέρχεται για την εργαζόμενη που πρόκειται να γεννήσει σε εικοσιοκτώ εβδομάδες, και με δύο ή περισσότερα παιδιά σε τριάντα επτά εβδομάδες. Η εργαζόμενη ξεκινάει την άδεια μητρότητας έξι εβδομάδες πριν από τη γέννα. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει στους εργαζόμενους με παιδιά γονική άδεια εφόσον τη ζητήσουν, μέχρι το παιδί να γίνει τριών ετών.
Ο νόμος διαχωρίζει τα κωλύματα του εργαζόμενουστην εργασία σε προσωπικά κωλύματα, όπου δεν μπορεί να εργαστεί για προσωπικούς λόγους (προσωρινή ανικανότητα, άδεια μητρότητας και γονική άδεια, φροντίδα τέκνου κάτω των 10 ετών, ιατρική εξέταση ή θεραπεία, γάμος, κηδεία, γέννα), και σε κωλύματα στην εργασία που αφορούν το κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο ή το κράτος (εκτέλεση δημόσιου αξιώματος, δωρεά αίματος, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική άσκηση).
Ο Εργατικός Κώδικας παρέχει υψηλότερο επίπεδο προστασίας σε εργαζόμενους που δυσκολεύονται περισσότερο να βρουν εργασία εξαιτίας κάποιου βιολογικού ή κοινωνικού συμβάντος. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει άτομα με αναπηρίες, γυναίκες και εφήβους. Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να εκτελούν εργασίες που θέτουν σε κίνδυνο την εγκυμοσύνη τους. Ο εργοδότης υποχρεούται να τις μεταθέσει σε άλλο πόστο με τους ίδιους όρους απολαβών. Για γυναίκες που θηλάζουν, οι εργοδότες υποχρεούνται να διαθέτουν έναν χώρο για διαλείμματα ανάπαυσης και θηλασμού.
Δικαίωμα ανάπαυσης
Η ανάπαυση είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια δραστηριότητα κατά την οποία ο εργαζόμενος, στο χρονικό διάστημα μεταξύ βαρδιών, αναπληρώνει δυνάμεις και ανανεώνεται σωματικά. Ο εργοδότης υποχρεούται να αναθέτει εργασία στους εργαζόμενους κατά τις εργάσιμες ώρες. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι δικαιούνται διάλειμμα και χώρο ανάπαυσης. Ο χρόνος ανάπαυσης δεν είναι εργάσιμος χρόνος. Κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας υπάρχει εναλλαγή εργάσιμων ωρών και διαλειμμάτων. Η ανάπαυση μπορεί να πάρει τη μορφή διαλειμμάτων κατά τη διάρκεια της εργασίας, ανάπαυλαςμεταξύ βαρδιών, διαλείμματος ασφαλείας, ανάπαυσης μεταξύ εργάσιμων ημερών (Σαββατοκύριακο), γιορτών και αργιών.
Ο σκοπός του διαλείμματος κατά τη διάρκεια της δουλειάς είναι να καθοριστεί η ιδανική αναλογία απόδοσης στην εργασία και αναγκαίας ξεκούρασης για τους εργαζόμενους. Το διάλειμμα μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του εργαζόμενου για ανάπαυση και φαγητό. Δεν πρέπει να είναι στην αρχή ή στο τέλος της βάρδιας, διότι απαγορεύεται από τον Εργατικό Κώδικα. Δεν αποκλείεται το διάλειμμα να διαιρείται σε περισσότερα μικρά διαλείμματα, με τον όρο το καθένα να διαρκεί τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά και μετά από μέγιστο έξι ώρες συνεχόμενης εργασίας τα συνολικά διαλείμματα θα είναι τριάντα λεπτά. Τα επιτρεπόμενα διαλείμματα και ο χρόνος φαγητού δεν μετρούν ως χρόνος εργασίας. Για βάρδιες μεγαλύτερης διάρκειας ή υπερωρίες, μετά από άλλες έξι ώρες εργασίας απαιτείται ένα διάλειμμα τριάντα λεπτών. Έτσι, εάν ένας εργαζόμενος είναι μερικής απασχόλησης με λιγότερες από έξι εργάσιμες ώρες ημερησίως, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να του επιτρέψει διάλειμμα για φαγητό και ανάπαυση. Το διάλειμμα δεν είναι ώρα εργασίας, οπότε ο εργαζόμενος μπορεί να φύγει από τον χώρο εργασίας για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Για εργασιακές δραστηριότητες που δεν μπορούν να διακοπούν, όπως η φύλαξη αντικειμένων, το διάλειμμα προσμετρείται στις ώρες εργασίας. Συνεπώς ο εργαζόμενος δικαιούται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για φαγητό και ανάπαυση. Ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταγράφει τα διαλείμματα στη δουλειά, αλλά πρέπει να καταγράφει τις ώρες εργασίας, τις υπερωρίες και τις ώρες αναμονής. Οι έφηβοι έως 18 ετών υπόκεινται σε πιο αυστηρούς περιορισμούς, πρέπει να τους δίνεται διάλειμμα μετά από μέγιστο 4,5 ώρες συνεχούς εργασίας.
Δικαίωμα αποδοχών και μισθού
Ο Εργατικός Κώδικας ορίζει την παροχή αμοιβής για προσωπική εκτέλεση εργασίας ως το βασικό καθήκον του εργοδότη. Ο όρος «αμοιβή για παρεχόμενη εργασία» εντοπίζεται σε όλες τις μορφές βασικών σχέσεων εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν τη σχέση απασχόλησης και τις νομικές σχέσεις που εγκαθιδρύονται με το συμφωνητικό εργασιών και το συμφωνητικό έργου.
Ο νόμος εξαιρεί την εκτέλεση εξαρτημένης εργασίας χωρίς πληρωμή. Οι αποδοχές είναι χρηματικές παροχές που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο έναντι της εργασίας του. Ο εργοδότης έχει επίσης την επιλογή να παρέχει μέρος των αποδοχών σε φυσική μορφή. Το ύψος των αποδοχών υπόκειται σε διαπραγμάτευση σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση των μερών στη συμβατική σχέση εργασίας.
Ο βασικός μισθός έχει δύο βασικές λειτουργίες αναφορικά με τον εργοδότη και τον εργαζόμενο. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί το σημείο ισορροπίας από τη σκοπιά τόσο του εργοδότη, όσο και του εργαζόμενου.
Η λειτουργία κοινωνικής προστασίας του βασικού μισθού πρέπει να προστατεύει τους εργαζόμενους από την ένδεια και να τους επιτρέπει να διαβιούν στο επίπεδο της μέτριας κατανάλωσης και κοινωνικών επαφών. Οι εργοδότες έχουν μια λειτουργία προστασίας βασικού μισθού ώστε να διασφαλίζεται ο ανταγωνισμός επί ίσοιςόροις ως προς τους μισθούς.
Η οικονομική λειτουργία του βασικού μισθού δημιουργεί προϋποθέσεις για την οικονομική υποκίνηση των πολιτών να αναζητούν, να αποδέχονται και να εκτελούν εργασία, προς όφελος των εργαζόμενων μέσω του εργασιακού εισοδήματος και των ατόμων με κοινωνικό εισόδημα. Για τους εργοδότες, ο βασικός μισθός είναι το ελάχιστο επίπεδο εργοδοτικού μισθολογικού κόστους. Εάν ο μισθός (εφόσον προκύπτει αμοιβή ή αποζημίωση από το συμφωνητικό) δεν ισούται με τον βασικό μισθό για κάθε ημερολογιακό μήνα, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο ένα συμπλήρωμα μισθού ίσο με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που επιτεύχθηκε στον ημερολογιακό μήνα και του αντίστοιχου βασικού μηνιαίου μισθού, ή με τη διαφορά μεταξύ του μισθού 1 εργάσιμης ώρας και του αντίστοιχου βασικού ωριαίου μισθού. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει στον εργαζόμενο το συμπλήρωμα ανεξάρτητα εάν ήταν χαμηλότερο ή όχι. Ο ελάχιστον μισθός για το 2018 ανέρχεται σε 12.200 CZK/μήνα για εργαζόμενους που αμείβονται σε μηνιαία βάση για 40 εργάσιμες ώρες την εβδομάδα. Η μισθοδοσία είναι μια μονομερής ενέργεια του εργοδότη και καθορίζει τον μισθό του εργαζόμενου στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο μισθός ορίζεται ως οι χρηματικές απολαβές του εργαζόμενου που παρέχονται από τον εργοδότη. Συνεπώς, δεν μπορεί να παρέχεται εν μέρει σε μορφή αγαθών.
Μια διατίμηση μισθών δημιουργεί δικαίωμα του εργοδότη για συγκεκριμένο μισθολογικό στοιχείο σε συγκεκριμένο ποσό. Το είδος απασχόλησης κατά τη σύμβαση εργασίας και ο κατάλογος εργασιών είναι καθοριστικής σημασίας για τη συμπερίληψη ενός εργαζόμενου σε μια ορισμένη βαθμίδα. Οι ισχύουσες μισθολογικές βαθμίδες ορίζονται στον Εργατικό Κώδικα.
Προσωπικά κωλύματα του εργαζόμενου
Αυτά είναι τα κωλύματα όπου ο εργαζόμενος δεν ζητάει άδεια διότι και μόνο η ύπαρξη του κωλύματος που αποδεικνύεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη δημιουργεί υποχρέωση του εργοδότη να δικαιολογήσει την απουσία του εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος οφείλει πάντα να αποδεικνύει τέτοια κωλύματα και να ενημερώνει εγκαίρως.
Το εργατικό δίκαιο αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι στη ζωή του εργαζόμενου που καθιστούν την εκτέλεση της εργασίας αδύνατη. Τα κωλύματα στην εργασία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι κωλύονται νε εκτελέσουν την εργασία τους και αναγνωρίζονται από τον νόμο ή από τους εργοδότες.
Πέρα από την ανικανότητα για εργασία για τις πρώτες δεκατέσσερις ημέρες, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να αποζημιώνει τους εργαζόμενους, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλει αποδοχές ή μισθούς στους εργαζόμενους πέρα από ότι ορίζει το κράτος για ορισμένα κωλύματα στην εργασία, για τον χρόνο εργασίας και την αμοιβή. Τέτοια κωλύματα περιλαμβάνουν την άδεια μητρότητας, που ανέρχεται για την εργαζόμενη που πρόκειται να γεννήσει σε εικοσιοκτώ εβδομάδες, και με δύο ή περισσότερα παιδιά σε τριάντα επτά εβδομάδες. Η εργαζόμενη ξεκινάει την άδεια μητρότητας έξι εβδομάδες πριν από τη γέννα. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει στους εργαζόμενους με παιδιά γονική άδεια εφόσον τη ζητήσουν, μέχρι το παιδί να γίνει τριών ετών.
Ο νόμος διαχωρίζει τα κωλύματα του εργαζόμενουστην εργασία σε προσωπικά κωλύματα, όπου δεν μπορεί να εργαστεί για προσωπικούς λόγους (προσωρινή ανικανότητα, άδεια μητρότητας και γονική άδεια, φροντίδα τέκνου κάτω των 10 ετών, ιατρική εξέταση ή θεραπεία, γάμος, κηδεία, γέννα), και σε κωλύματα στην εργασία που αφορούν το κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο ή το κράτος (εκτέλεση δημόσιου αξιώματος, δωρεά αίματος, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική άσκηση).