ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ – κεφάλαιο 2 cz

National law – CZ – Contract law – chapter 2

Οι πιο κοινοί τύποι συμβάσεων περιλαμβάνουν συμβάσεις αγοράς, δανείου, εκμίσθωσης, πίστωσης, παρακαταθήκης, μεταφοράς, και έργου.

Σύμβαση αγοράς

Η σύμβαση αγοράς εξυπηρετεί για τη μεταβίβαση κυριότητας επί ιδιοκτησίας από ένα πρόσωπο (πωλητής) σε ένα άλλο (αγοραστής). Αυτή η σύμβαση περιλαμβάνει την υποχρέωση του πωλητή να παραδώσει το αγορασθέν αγαθό στον αγοραστή και να του/της επιτρέψει να αποκτήσει την κυριότητα αυτού. Ο αγοραστής έχει υποχρέωση να παραλάβει το εν λόγω αγαθό και να καταβάλει το τίμημα αγοράς, αλλά το τίμημα δεν χρειάζεται να καταβληθεί έως ότου ο αγοραστής να έχει την ευκαιρία να ελέγξει το αγαθό. Τυχόν δαπάνες που επιβαρύνουν τον πωλητή αναφορικά με την παράδοση του αγαθού στον τόπο εκτέλεσης θα καταβάλλονται από τον πωλητή, όπως π.χ. έξοδα συσκευασίας και μεταφοράς στον τόπο εκτέλεσης. Παρομοίως, οι δαπάνες που σχετίζονται με την παραλαβή του αγαθού στον τόπο εκτέλεσης θα επιβαρύνουν τον αγοραστή, όπως π.χ. μεταφορά από τον τόπο εκτέλεσης.

Ο κίνδυνος φθοράς στο αγαθό (αφού ο κίνδυνος φθοράς στα αγαθά μεταβιβάζεται από τον πωλητή στον αγοραστή και ο πωλητής πλέον δεν φέρει ευθύνη για την αθέτηση της σύμβασης και για την αντικατάσταση του φθαρμένου αγαθού) πηγαίνει χέρι-χέρι με τη χρέωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

Για να συναφθεί μια σύμβαση αγοράς, είναι απαραίτητο τα μέρη να συμφωνήσουν τουλάχιστον στις βασικές προϋποθέσεις – την έκφραση της βούλησης να πωληθεί και να αγοραστεί κάτι, τον προσδιορισμό του πράγματος προς πώληση, τον καθορισμό του τιμήματος για το πράγμα που μεταβιβάζεται. Η σύμβαση αγοράς καθορίζεται από τη διαπραγμάτευση αυτών των προϋποθέσεων. Σε περίπτωση σύμβασης αγοράς για κινητά στοιχεία, η σύμβαση μπορεί να συναφθεί και χωρίς να οριστεί το τίμημα αγοράς. Η συμφωνηθείσα τιμή αγοράς είναι η τιμή στην οποία πωλείται ένα συγκρίσιμο προϊόν υπό αντίστοιχους όρους κατά τον χρόνο της αγοράς.

Ο πωλητής υποχρεούται να ενημερώσει τον αγοραστή κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τυχόν ελαττώματα που γνωρίζει. Ο αγοραστής υποχρεούται να ακολουθεί τις οδηγίες συντήρησης του πωλητή. Διαφορετικά, εάν ο αγοραστής δεν ακολουθήσει τις σχετικές οδηγίες, η εγγύηση ακυρώνεται.

Η σύμβαση αγοράς μπορεί να τεθεί σε διαπραγμάτευση ως υπό-συμφωνία, όπως επιφύλαξη του δικαιώματος κυριότητας, επιφύλαξη της μεταπώλησης και πώλησης, δικαίωμα προαίρεσης, δοκιμαστική αγορά, ρήτρα του καλύτερου αγοραστή, ρήτρα τιμής.

 

Δάνειο

Γνωρίζουμε τρεις τύπους δανείου:

  1. Μια άτυπη σύμβαση δια της οποίας ο δανειστής εκχωρεί στον πελάτη χωρίς χρέωση ένα αντικείμενο για μια συγκεκριμένη προοριζόμενη χρήση χωρίς να ορίζεται διάρκεια πώλησης ή ο σκοπός για τον οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί. Αυτό αποτελεί μια φιλική βοήθεια. Δεν ορίζεται ότι το αντικείμενο πρέπει να είναι μη χρησιμοποιήσιμο πράγμα. Ο δανειζόμενος πρέπει να επιστρέψει το αντικείμενο στον δανειστή όποτε ζητηθεί ή σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά δεν μπορεί να προκαλέσει δυσκολίες στον δανειστή (για παράδειγμα, επιστροφή σε ακατάλληλο χρόνο ή με ακατάλληλο τρόπο) ενάντια στη θέλησή του. Ο δανειζόμενος θα δώσει αποζημίωση για τυχόν φθορές στο αντικείμενο, εκτός εάν πρόκειται για τη φυσική, αναμενόμενη φθορά από τη χρήση του αντικειμένου.
  2. Ο δεύτερος τύπος δανείου δημιουργεί περισσότερες υποχρεώσεις και για τα δύο μέρη – κατ’ αρχήν, την προσωρινή χρήση της μη χρησιμοποιήσιμης περιουσίας, τουτέστιν, ορίζεται η διάρκεια του δανείου. Το δάνειο είναι χωρίς χρέωση, αλλά είναι αναγκαίο να συμφωνηθεί ο σκοπός χρήσης του αντικειμένου, εκτός εάν συμφωνείται ότι θα χρησιμοποιηθεί με εύλογο τρόπο. Ο δανειζόμενος δεν μπορεί να εκχωρήσει το αντικείμενο σε άλλο πρόσωπο χωρίς την άδεια του δανειστή. Εάν αυτό συμβεί, ο δανειστής μπορεί να αιτηθεί την επιστροφή του αντικειμένου πριν από τη λήξη της συμφωνηθείσας χρονικής διάρκειας του δανείου. Ο δανειστής μπορεί να απαιτήσει από τον δανειζόμενο να επιστρέψει την ιδιοκτησία του νωρίτερα μόνο εφόσον ο δανειζόμενος την χρησιμοποιεί με τρόπο που αντίκειται στη σύμβαση. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα διαπραγμάτευσης της αιτίας πρόωρης εξόφλησης, την οποία ο δανειστής δεν μπορούσε να προβλέψει. Ο δανειστής υποχρεούται να παραδώσει στον δανειζόμενο ένα αντικείμενο σε κατάσταση κατάλληλη προς χρήση και να δώσει οδηγίες για τη χρήση του αντικειμένου, εκτός εάν αυτή είναι ευρέως γνωστή.
  3. Ο τρίτος τύπος δανείου είναι μια σύμβαση δια της οποίας ο δανειστής συμφωνεί να παραχωρήσει ένα συγκεκριμένο, αντιπροσωπευτικό πράγμα στον δανειστή και ο δανειστής αναλαμβάνει να επιστρέψει ένα παρόμοιο πράγμα σε βάθος χρόνου. Εάν το ποσό υπόκειται σε τόκο, το επιτόκιο μπορεί επίσης να τεθεί σε διαπραγμάτευση, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Στο δάνειο δεν καθορίζεται ο σκοπός για τον οποίο θα διατεθούν οι δανειζόμενοι πόροι.

 

Σύμβαση μίσθωσης

Με τη σύμβαση μίσθωσης, ο εκμισθωτής αναλαμβάνει να νοικιάσει κάτι στον ενοικιαστή για προσωρινή χρήση. Ο ενοικιαστής αναλαμβάνει να καταβάλει στον εκμισθωτή ένα τίμημα γνωστό ως ενοίκιο. Το αντικείμενο της μίσθωσης μπορεί να είναι ένα ακίνητο (ή μέρος αυτού) ή ένα κινητό πράγμα. Επίσης, υπάρχει δυνατότητα να μισθωθεί κάτι το οποίο θα υπάρξει στο μέλλον, εφόσον είναι δυνατόν να καθοριστεί με επαρκή σαφήνεια κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης.

Η σύμβαση μίσθωσης πρέπει να περιλαμβάνει μια περιγραφή του αντικειμένου της μίσθωσης, την ημερομηνία έναρξης μίσθωσης του αντικειμένου στον ενοικιαστή, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το αντικείμενο της μίσθωσης κατά τον χρόνο ανάληψής του από τον ενοικιαστή, τον σκοπό της μίσθωσης, την περίοδο για την οποία συμφωνείται, το ύψος του ενοικίου, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών (συνηθίζεται η κατάθεση εγγύησης), την πιθανότητα πρόωρης λήξης της μίσθωσης, τη δυνατότητα πραγματοποίησης αλλαγών, κλπ.

Η σύμβαση μίσθωσης μπορεί να συναφθεί για ορισμένο ή απεριόριστο χρονικό διάστημα. Εάν η σύμβαση δεν προσδιορίζει τη συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια, η σύμβαση συνάπτεται ως αορίστου χρόνου.

Το ενοίκιο καταβάλλεται σύμφωνα με το συμφωνηθέν τίμημα και όρους. Το ενοίκιο μπορεί επίσης να συμφωνηθεί σε νόμισμα άλλο από την τσέχικη κορώνα, ή, για παράδειγμα, σε τακτικές καταβολές από τον ενοικιαστή.

Εκμισθωτής:

  • Έχει το δικαίωμα να διασφαλίσει τις απαιτήσεις του έναντι του ενοικιαστή με το δικαίωμα νόμιμης παρακράτησης
  • Παραδίδει ένα αντικείμενο με οτιδήποτε χρειάζεται για την ορθή χρήση αυτού
  • Υποχρεούται να εξασφαλίζει στον ενοικιαστή την απρόσκοπτη χρήση του ακινήτου για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης
  • Δεν ευθύνεται για τυχόν ελαττώματα του μισθωμένου πράγματος, τα οποία κατά τον χρόνο σύναψης της μίσθωσης ήταν γνωστά στα συμβαλλόμενα μέρη και τα οποία δεν παρεμποδίζουν τη χρήση του ακινήτου

Ενοικιαστής:

  • Υποχρεούται να χρησιμοποιεί το αντικείμενο ως σωστός οικονομικός φορέας για τον ορισμένο ή τον συνηθισμένο σκοπό και να καταβάλλει το μίσθωμα
  • Εάν ένα ελάττωμα πρέπει να αποκατασταθεί από τον εκμισθωτή, ο ενοικιαστής παρεμποδίζεται στη χρήση του ακινήτου και ο εκμισθωτής δεν έχει προχωρήσει στην αποκατάσταση ακόμα και μετά την ενημέρωση από τον ενοικιαστή, ο ενοικιαστής δικαιούται να λάβει εύλογη έκπτωση στο ενοίκιο, ή να αποκαταστήσει το πρόβλημα μόνος του και να διεκδικήσει τα έξοδα
  • Έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει τον εκμισθωτή ότι το μισθωμένο ακίνητο έχει κάποιο ελάττωμα που πρέπει να αποκατασταθεί από τον εκμισθωτή αμέσως μόλις αυτό ανακαλυφθεί ή διαπιστωθεί
  • Έχει υποχρέωση να διευκολύνει τον εκμισθωτή να έχει πρόσβαση και να επιθεωρεί το μισθωμένο ακίνητο για τον σκοπό της εκτέλεσης των απαραίτητων επισκευών ή εργασιών συντήρησης. Ο εκμισθωτής οφείλει να ενημερώνει τον ενοικιαστή εγκαίρως για την επιθεώρηση.

 

Πίστωση/ Δάνειο

Ο ΑΚ δεν ορίζει τυπικές προϋποθέσεις για τη σύναψη σύμβασης πίστωσης, οπότε μπορεί να συναφθεί και προφορικά. Μια σύμβαση πίστωσης/δανείου είναι μια σύμβαση ενέχυρου, καθώς ο δανειστής δικαιούται να εισπράξει τόκο. Πρόκειται για σύμβαση κοινή συναινέσει. Ο πιστωτής αναλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους που συμφωνούνται από τα μέρη, να παρέχει στον δανειζόμενο κατ’ απαίτηση πόρους έως ένα ορισμένο μέγιστο ποσό.

Το δάνειο μπορεί επίσης να συμφωνηθεί ως εχέγγυο για ορισμένη χρήση. Αθέτηση αυτής της υποχρέωσης δημιουργεί δικαίωμα του πιστωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Εάν δεν συμφωνείται χρόνος επιστροφής των πόρων, θα επιστρέφονται εντός ενός μήνα αφότου ζητηθούν.

 

Παρακαταθήκη
Στο πλαίσιο της παρακαταθήκης, ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από τον παρακαταθέτη  ένα πράγμα προς φύλαξη. Το αντικείμενο της παρακαταθήκης μπορεί να είναι είτε ένα πράγμα ιδιοκτησίας τρίτου, είτε κάτι δικό του. Για να υπάρχει υποχρέωση φύλαξης, είναι απαραίτητο να έχει οριστεί σχετική συμφωνία μεταξύ των μερών. Για παράδειγμα, ένα ξεχασμένο παλτό σε ένα εστιατόριο δεν συνιστά πράγμα σε παρακαταθήκη.

Σύμβαση μεταφοράς

Η σύμβαση μεταφοράς ορίζει τη σχέση μεταξύ του επιβάτη (αποστολέα) και του μεταφορέα. Σε περίπτωση που υπάρχει αλλοδαπό στοιχείο, τουτέστιν, πρόκειται για διασυνοριακή μεταφορά, το περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης συνήθως διέπεται από διεθνείς συνθήκες, όπως η Σύμβαση περί Διεθνούς Οδικής Μεταφοράς Εμπορευμάτων (Σύμβαση CMR).

Ο ΑΚ αναφέρεται στους λεγόμενους κανόνες μεταφορών που μπορεί να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, έγγραφα μεταφοράς, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του επιβάτη και του μεταφορέα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Οι συμβάσεις για τη μεταφορά προσώπων και πραγμάτων δεν είναι απαραίτητο να είναι έγγραφες. Εάν ένας μεταφορέας μεταφέρει ένα πράγμα, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον αποστολέα να επιβεβαιώσει την ανάθεση της αποστολής.

Οι βασικοί όροι της σύμβασης για τη μεταφορά επιβατών είναι ο καθορισμός του μεταφορέα και του επιβάτη, η έναρξη και η λήξη της μεταφοράς και η υποχρέωση του επιβάτη να καταβάλλει το κόστος μεταφοράς. Σε περίπτωση μεταφοράς ενός πράγματος, τα βασικά στοιχεία της σύμβασης είναι ο καθορισμός του αποστολέα και της αποστολής, ο τόπος αποστολής, ο τόπος προορισμού και η υποχρέωση του αποστολέα να καταβάλλει τα μεταφορικά έξοδα.

Ο βασικός κανόνας για ευθύνη αποζημίωσης της αποστολής είναι ότι ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για φθορές που είναι επιζήμιες για την επαγγελματική φροντίδα, από τη στιγμή της παραλαβής μέχρι τη στιγμή της εκφόρτωσης στον τόπο παράδοσης. Σε περίπτωση συμβάντος απώλειας, ο μεταφορέας έχει υποχρέωση ειδοποίησης.

 

Σύμβαση έργου

Με τη σύμβαση έργου, ο εργολάβος αναλαμβάνει να εκτελέσει το έργο με δικά του έξοδα για λογαριασμό του πελάτη και ο πελάτης αναλαμβάνει να παραλάβει το έργο και να πληρώσει το τίμημα για αυτό.

Για να καθοριστεί αν πρόκειται για σύμβαση έργου ή για σύμβαση πώλησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορα στοιχεία:

  1. Υλικά – εάν το πράγμα είναι φτιαγμένο από υλικά τα οποία αγοράστηκαν κυρίως από τον πελάτη, ή η εργασία κυριαρχεί επί του υλικού, τότε είναι σύμβαση έργου.
  2. Η φύση του αντικειμένου προς εκτέλεση – σε περίπτωση συντήρησης, αποκατάστασης ή τροποποίησης του πράγματος, είναι σύμβαση έργου.

Η σύμβαση έργου δεν χρειάζεται να είναι έγγραφη για να είναι έγκυρη. Τα βασικά στοιχεία της σύμβασης έργου είναι ο καθορισμός του εργολάβου και του πελάτη, οι προδιαγραφές του έργου και η υποχρέωση καταβολής του τιμήματος για το έργο.

Εάν η ελαττωματική εκτέλεση οδηγεί σε αθέτηση της σύμβασης, ο πελάτης δικαιούται:

  • Να εξαλειφθεί το ελάττωμα, με την παράδοση ενός νέου πράγματος χωρίς ελάττωμα ή με την προμήθεια του υπολειπόμενου στοιχείου
  • Την αφαίρεση του ελαττώματος με την επιδιόρθωση του πράγματος
  • Μια εύλογη έκπτωση στο τίμημα του έργου
  • Να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση
SEE ALL Add a note
YOU
Add your Comment
 

Advanced Course Search Widget

iBartunek.cz © Bright@eu.eu

Setup Menus in Admin Panel