Μια συμφωνία σημαίνει ότι υπάρχει η αμοιβαία συναίνεση δύο (ή περισσότερων) μερών επί κάποιου συγκεκριμένου ζητήματος – αυτό είναι γνωστό με την έκφραση «consensus ad idem». Υπό αυτήν την έννοια, κάθε συμφωνία μπορεί να αναχθεί στη σχέση μεταξύ μιας «προσφοράς» και της ρητής «αποδοχής» της – όπου η «προσφορά» και/ή η «αποδοχή» μπορούν να βασίζονται σε λέξεις ή συμπεριφορές.
Η «προσφορά» μπορεί να απευθύνεται σε ένα ή περισσότερα άτομα, ή μπορεί να είναι πιο γενικής φύσεως και να εκφράζεται προς τον κόσμο. Ωστόσο, για να υπάρξει νομικώς δεσμευτική συμφωνία, θα πρέπει ένα συγκεκριμένο άτομο (ή συγκεκριμένα άτομα) να «αποδεχτεί» την προσφορά. Για παράδειγμα, εάν ο Ίαν προσφέρει 50£ για να αγοράσει το παλιό ποδήλατο του Άχμεντ, η σύμβαση δημιουργείται όταν ο Άχμεντ αποδεχτεί την προσφορά του Ίαν.
Επίσης, δεν αρκεί να γίνει απλώς μια προσφορά, αλλά χρειάζεται και επικοινωνία της προσφοράς στο άτομο που την αποδέχεται. Παρόλο που δεν υπάρχουν απόλυτοι ορισμοί για το τι συνιστά δέουσα επικοινωνία, προκειμένου μια συμφωνία να αποκτήσει νομικώς δεσμευτική ισχύ, η προσφορά πρέπει να είναι σαφής και αδιαφιλονίκητη. Έτσι, για παράδειγμα, μια πρόταση που γίνεται κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων ενδεχομένως να μη θεωρείται πάντοτε «προσφορά». Τέλος, η έννοια της «αποδοχής» συνεπάγεται ότι το μέρος που αποδέχεται την προσφορά γνωρίζει για την προσφορά κατά τον χρόνο «αποδοχής». Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παραμέτρους, ενίοτε είναι πολύ σημαντικό να προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος της «αποδοχής».
Μια συμφωνία σημαίνει ότι υπάρχει η αμοιβαία συναίνεση δύο (ή περισσότερων) μερών επί κάποιου συγκεκριμένου ζητήματος – αυτό είναι γνωστό με την έκφραση «consensus ad idem». Υπό αυτήν την έννοια, κάθε συμφωνία μπορεί να αναχθεί στη σχέση μεταξύ μιας «προσφοράς» και της ρητής «αποδοχής» της – όπου η «προσφορά» και/ή η «αποδοχή» μπορούν να βασίζονται σε λέξεις ή συμπεριφορές.
Η «προσφορά» μπορεί να απευθύνεται σε ένα ή περισσότερα άτομα, ή μπορεί να είναι πιο γενικής φύσεως και να εκφράζεται προς τον κόσμο. Ωστόσο, για να υπάρξει νομικώς δεσμευτική συμφωνία, θα πρέπει ένα συγκεκριμένο άτομο (ή συγκεκριμένα άτομα) να «αποδεχτεί» την προσφορά. Για παράδειγμα, εάν ο Ίαν προσφέρει 50£ για να αγοράσει το παλιό ποδήλατο του Άχμεντ, η σύμβαση δημιουργείται όταν ο Άχμεντ αποδεχτεί την προσφορά του Ίαν.
Επίσης, δεν αρκεί να γίνει απλώς μια προσφορά, αλλά χρειάζεται και επικοινωνία της προσφοράς στο άτομο που την αποδέχεται. Παρόλο που δεν υπάρχουν απόλυτοι ορισμοί για το τι συνιστά δέουσα επικοινωνία, προκειμένου μια συμφωνία να αποκτήσει νομικώς δεσμευτική ισχύ, η προσφορά πρέπει να είναι σαφής και αδιαφιλονίκητη. Έτσι, για παράδειγμα, μια πρόταση που γίνεται κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων ενδεχομένως να μη θεωρείται πάντοτε «προσφορά». Τέλος, η έννοια της «αποδοχής» συνεπάγεται ότι το μέρος που αποδέχεται την προσφορά γνωρίζει για την προσφορά κατά τον χρόνο «αποδοχής». Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παραμέτρους, ενίοτε είναι πολύ σημαντικό να προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος της «αποδοχής».